Ονειρικά

Χρόνος Ι

Δεν είχε σημασία ο θόρυβος από την μεγάλη λεωφόρο, ούτε τα σκουπίδια που μύριζαν στον ακάλυπτο. Δεν την ένοιαζε ούτε το κλάμα του μωρού, ούτε οι φωνούλες από το παραδίπλα σχολείο, ή η λαϊκή που περνούσε λίγα τετράγωνα πιο κάτω. Δεν πείραζε που οι σοβάδες στο ημιυπόγειό της πέφτανε και όλο το σπίτι μύριζε υγρασία, ούτε οι ψίθυροι που σέρνονταν στα στόματα των γειτόνων όσο μιλούσαν για το ποιος μπαινόβγαινε στο σπίτι της, ή πού τριγύριζε τις νύχτες σαν την κουκουβάγια. Το μόνο που την ενοχλούσε κάπως ήταν οι καμπάνες της εκκλησίας που την ξυπνούσαν το άγριο ξημέρωμα. Αλλά κι αυτές, κάτι μέρες σαν και σήμερα, τις ξεχνούσε, ή ακόμα κι αν τις άκουγε τις προσπερνούσε με τα βαριά τακούνια της να χτυπάνε τα πλακάκια.

Σήμερα ο ήλιος που μπήκε από το ημιπαράθυρο και την βρήκε κατευθείαν στο πρόσωπο δεν την έκαψε, ούτε την τύφλωσε. Ένιωσε ότι απλώς την χάιδεψε απαλά στο μέτωπο και στα μάτια, σαν δάχτυλα που ήξερε, και αργά κατέβηκε προς τα κάτω, στα χείλη και τον λαιμό της, άγγιξε το κορμί της πάνω από το γαζί που την κάλυπτε και σταδιακά ζέστανε το δέρμα της. Σαν να ήταν δικός της άνθρωπος, ή έστω ένας γάτος που την ζύμωνε υπομονετικά. Τα ελατήρια του στρώματος δεν την τρυπούσαν στα πλευρά, κι ας μην έφταναν τα δάχτυλά της για να μετρήσει τις φορές που το είχε γυρίσει απ’την ανάποδη -τόσες που πιά δεν ξεχώριζε ποιά ήταν η καλή.

Μέσα από τα διάφανα βλέφαρα είδε την μπογιά από τους τοίχους να τρέχει ρυάκια πάνω στους πεσμένους σοβάδες και το δωμάτιο ξαφνικά μύρισε ιδρώτα. Έξω ακούγονταν πού και πού μηχανάκια να περνάνε. Τέντωσε το αφτί της να δει αν θα αναγνώριζε την γνωστή εξάτιμιση αλλά το μόνο που άκουσε ήταν οι σκούπες στις αυλές των γειτονισσών, που είχαν ήδη ετοιμάσει το κυριακάτικο φαΐ και είχαν βγει για να ανταλλάξουν τα νέα του τετραγώνου με περίσσιο ενθουσιασμό. Αλλά σήμερα οι λέξεις έχαναν την συνοχή τους και μέσα στο κεφάλι της απλώς ακούγονταν ήχοι αποκομμένοι, σαν μια γλώσσα μακρινή -στον χώρο, στον χρόνο, δεν είχε σημασία το πού ή πότε, μόνο η απόσταση.

Σήμερα δεν θα σηκωνόταν από το στρώμα της. Θα καθόταν να αναπολήσει το προηγούμενο βράδυ, την πλάτη που μισοέφεγγε στο σκοτάδι δίπλα της, την πλάτη που είχε γείρει στην ανοιχτή πόρτα της κι έμοιαζε να αγγαλιάζει την κάσα, τα δάχτυλα που ζωγράφιζαν τις τρύπες στους ξεφλουδισμένους τοίχους, τα μαλλιά που χύνονταν πάνω στους ώμους. Δεν είχε λόγο να σηκωθεί, αφού δεν το είχε κάνει την προηγούμενη. Ούτως ή άλλως το μωρό δεν θα έκλαιγε, ούτε σήμερα ούτε άλλη μέρα. Της έφτανε εκείνο το εγώ λέω να μείνω εδώ που είχε βγει από το στόμα της σαν μπουρμπουλήθρες με χρώμα κι είχε βάψει ζεστό το δωμάτιο.

Και τώρα που ο ήλιος έπεφτε και το φως λιγόστευε, και έξω ακούγονταν μόνο λαϊκά από ραδιόφωνα και μηχανάκια ντελίβερι που πηγαινοέφαιρναν πίτσες, και η ζέστη είχε υποχωρήσει, και δεν υπήρχε ακτίνα ούτε ποδηλάτου να την κανακεύει, άνοιξε τα μάτια της και είδε την κοιλιά της χυμένη πάνω από το φύλο της, τα χαλαρά μπούτια της να τρεμοπαίζουν με κάθε της βήμα, τα μπράτσα που κρέμονταν ξεχυλωμένα στα κόκκαλά της, άγγιξε το πρόσωπο με το σταχτί χέρι της, γεμάτο πλέον πανάδες, και άφησε τα δάχτυλά της να ταξιδέψουν βαθιά στον πάτο του σκαλισμένου της προσώπου.