Ταξιδιωτικά

Έλα να πάμε μια βόλτα.

Δύο: απρόβλεπτες συναντήσεις σε μέσα μαζικής (ή όχι και τόσο) μεταφοράς

«Χέυ, ξανθούλα, τι λέει; Έχασες το λεωφορείο, ε; Δεν πειράζει, τώρα θα ‘ρθει άλλο. Ή θα πας με τον μπάρμπα που σου ‘πε να σε πετάξει μέχρι την πόλη; Μην πας μωρέ, καλό είναι να φυλάγεσαι. Ποτέ δεν ξέρεις.

Από πού είπαμε ότι είσαι; Γκρίνγκα δεν είσαι σίγουρα. Ααα… ναι, τώρα εξηγείται. Οι γκρίνγκος δεν ξέρουν να μιλάνε ούτε τη γλώσσα τους, μαν. Ξέρω τι σου λέω. Εγώ εκεί γεννήθηκα και μεγάλωσα, μαν. Βασικά πηγαινοερχόμουν από μωρό παιδί. Περνούσαμε συχνά τα σύνορα με τη μάνα μου, ερχόμασταν να πάμε στον ντόκτορ, στον οδοντίατρο, για φαγιά, κυρίως κοτόπουλο, αβγά, μοσχάρι. Αλλά δεν μου φαίνεται πως είμαι τσικάνο, έτσι δεν είναι; Περνιέμαι άνετα για ντόπιος, πες την αλήθεια. Κάτσε μισό λεπτό, πάω για μια μπυρίτσα κι έρχομαι. Θες εσύ μία; Σίγουρα; Καλά, αν έρθει το λεωφορείο πες του οδηγού να με περιμένει δεν αργώ.

Αααχχχ… κάνει μια ζέστη, διάολε, που αν δεν πιω μια μπύρα γύρω στο μεσημεράκι, να τέτοια ώρα σαν να λέμε, όλη η υπόλοιπη μέρα μου πάει στραβά. Κάτι λείπει όμως, χεχεχε… Περίμενε να ψάξω. Αχχχ, είναι που έχω και τόσα σκουπίδια στην τσέπη μου. Κάτσε γιατί νομίζω το έχασα. Ωπ, ωπ, ωπ, όχι, εδώ είναι, στην άλλη τσέπη! Ποτέ δεν τα βάζω στην κωλότσεπη γιατί πάω και κάθομαι από δω κι από κει και ξεχνιέμαι και τα πατικώνω μετά. Κάτσε να κάνουμε καμιά τζουρίτσα. Θες; Έλα, μην μου πεις ότι δεν πίνεις. Είναι καλή ποιότητα, σπιτικό και καλοφροντισμένο. Όχι τίποτα κους μους και τέτοιες αηδίες. Καλά, γουατέβερ. Ωπ, να και το λεωφορείο. Πάω να κατουρήσω μία στα γρήγορα. Πες στον οδηγό να με περιμένει αν τον δεις να φεύγει.

Τον πρόλαβα στο τσακ, ε! Δεν του είπες να με περιμένει; Ααα τον μαλάκα, δεν με γουστάρει. Και να πεις ότι είχε γεμίσει το σαράβαλό του, πάει στο διάολο… ούτε δέκα άτομα δεν είμαστε όλοι κι όλοι. Κοίτα πως σε κοιτά ο χαμούρης… Τώρα τι, συγκρίνομαι εγώ μ’ αυτόν τον παππούλη; Κοίτα εδώ κορμοστασιά, χαχαχα! Ακόμα καλά κρατιέμαι, ξανθούλα, θα μπορούσα να ‘μαι πολύ χειρότερα με την ζωή που έχω κάνει. Το παρελθόν μου μόνο στα δόντια μου να φαίνεται λίγο. Αν είχα κάνα φράγκο θα τους έκανα λεύκανση, να σου πω την αλήθεια, έτσι για να βρίσκω πιο εύκολα τουριστάκια να τους κάνω τον ξεναγό, δηλαδή, μη φανταστείς από ψώνιο. Ούτε για τσικς. Μη σου πω ότι στις γκόμενες τους αρέσει να με βλέπουν έτσι στρωμένο, με το παρελθόν μου, μπάντας, γιου νόου;

Φακ μαν, μου λείπει η γκρινγκολάντια, ξανθούλα. Άλλος κόσμος, άλλη ζωή. Λεφτά, και πάρτιζ και ντραγκζ να δουν τα μάτια σου εκεί. Και ποιότητα ΑΑΑ, όχι σαν κι αυτά που πίνουν εδώ τα μαλακιστήρια. Μιλάμε για πεντακάθαρο, ολόφρεσκο, απάτητο χιόνι, ήθελες να βουτήξεις την μούρη σου μέσα ρε παιδί μου και να μην ξανασηκωθείς. Τελοσπάντων, τι να κάνεις; Κι αυτά τα χαμένα εδώ πέρα δεν έχουν φράγκα, οπότε τι να πιούνε; Σκατά σε μιλκσέικ θα πιούνε αν τους πεις ότι θα την ακούσουν. Μέχρι και για ιστούς αράχνης έχω δει να καπνίζουν. Πού τις ακούν αυτές τις παπάτζες και πάνε και τις κάνουν, μου εξηγείς; Δεν ξέρω, αλλά μιλάμε ότι είναι τραγικοί μαλάκες. Τι να κάνεις; Με τόση βετζίνα φυραίνει και το μυαλό. Ενώ αν πίνεις σωστό, φυσικό πράμα δεν παθαίνεις τίποτα! Μη σου πω ότι στροφάρεις καλύτερα κιόλας. Εδώ με τις ψωροδεκάρες που βγάζω που να ψωνίσω ποιότητα; Μόνο με χορταράκι την βγάζω κι αν τύχει καμιά τουρίστρια, να, σαν του λόγου σου, να με κεράσει τίποτα καλό. Χαχαχα!

Όχι ότι σου μίλησα για να με κεράσεις, βέβαια… Άκουσα που έλεγες σε εκείνο το μαγαζί ότι ταξιδεύεις μόνη σου, ε και ξέρω ότι οι μοναξιές είναι δύσκολες, οπότε καλύτερα να βολοδέρνεις με κάποιον που ξέρει τα κατατόπια. Να, θα σε κάνω και το τουρ στην Ενσενάδα. Φορ φρι, χαχαχα! Ξεκινάει και η πίστα Μπάχα1000 σήμερα, ρε ξανθούλα! Καλά, θα τρελαθείς με τα αμάξια που φέρνουνε, εεε… θα γίνεται της καριόλας στο λιμάνι σήμερα! Μουσική θα ‘χει – τον καλύτερο ντιτζέι της Μπάχα θα φέρουνε, δεν θυμάμαι πως τον λένε, τώρα σε λίγο θα μου ‘ρθει – θα ‘χει και ό,τι φαγητό γουστάρεις, παντού ξύδια – ναι, ναι σήμερα θα το επιτρέψουν, δηλαδή θα κάνουν βόλτες οι μπάτσοι και θα τσεκάρουν, αλλά θα κάνουν τα στραβά μάτια – και κορίτσαροι να παρουσιάζουν τα αμάξια – κάτι θηλυκά δίμετρα να ξαπλάρουν πάνω στις φόρμουλες – και θα δεις όλες τις φυλές του κόσμου μαζεμένες – έρχονται από Καναδά, από Γαλλία, από Βραζιλία, από παντού! Χίλια χιλόμετρα οφφ ρόουντ κάνουν, ποιός ξέρει πόσα φράγκα βγάζουν. Φακ Τζίζας… Να, με κάτι τέτοια πώς να μη θυμάμαι την γκρινγκολάντια, ρε ξανθούλα; Εκεί βέβαια, ήταν κάθε βδομάδα άλλο ιβέντ, και τι κόσμος, ε; Τρέλα, σου λέω!

Αν μπορούσα εδώ θα ήμουνα νομίζεις; Με απελάσανε, δεν μπορώ να γυρίσω. Εεε, τώρα, τι έγινε. Ντιτζέι δούλευα, έστηνα σκηνές και άνοιγα ονοματάρες, έκανα τα σόου μου, παρτάρες σου λέω. Είχαμε βγάλει καλά φράγκα με τον πάρτνερ, αλλά μου την έκανε ο πούστης και με χρέωσε. Εεε, μη στα πολυλογώ, ένα βράδυ με μαζέψανε. Λίγο που δεν είχαμε άδεια, λίγο η μουσική κι ο κόσμος, εεε κάναμε και κάτι ντίλια, έμεινα μέσα εφτά χρονάκια. Αζ γκουντ αζ ιτ γκετς. Πάλι καλά που δεν μου βρήκαν τα υπόλοιπα δηλαδή, ποιός ξέρει αν θα ήμουν ακόμα μέσα. Παρανομία και κουραφέξαλα… ό,τι να ‘ναι χρεώνουν ως παράνομο! Βοηθάς τον κόσμο, τα νέα τα κοριτσάκια να βρουν μια δουλίτσα, να βγάλουν κάτιτις να στείλουν στην οικογένεια πίσω, να ξεκινήσουν μια ζωή εκεί πάνω, κι αμέσως διακινείς κοπέλες! Διαθέτεις στον πελάτη ένα προϊόν που ψάχνει, το κάνεις σωστά και καθαρά, και σου βγαίνει το όνομα. Εγώ τα κορίτσια μου τα σεβόμουν, ξανθούλα. Δεν τα άγγιξα ποτέ χωρίς να θέλουν. Α φάκιν σουέαρ!

Εξάλλου, είχα την γυναίκα μου. Πώς, αμέ! Φάμιλυ γκάι ο Ντάνι Μπόι, χαχαχα! Έκανα δυο γάμους, κι έχω έξι παιδιά. Όλα αγόρια, αμέ! Να κοίτα, εδώ στο πορτοφόλι έχω όλες τις φωτογραφίες τους. Αυτά τα δυο είναι τα μεγαλύτερα που ζουν στην Φλόριντα – από τον πρώτο γάμο μου –  αυτός εδώ μένει κάπου στην Αριζόνα με την μάνα του, ο τέταρτος κι ο πέμπτος είναι από τον δεύτερο γάμο μου –  στο Σαν Ντιέγο πρέπει να ‘ναι ακόμα – και αυτός εδώ ο μικρός είναι ο αγαπημένος μου. Κοίτα τον τι όμορφος που είναι, ξανθός σαν κι εσένα, με γαλάζιο μάτι που σου τρυπάει την ψυχή, μαν! Αυτός είναι με την μάνα του στον Καναδά, αλλά δεν μπορώ να πάω να τον δω. Αυτόν με πονάει που δεν τον βλέπω, αυτός είναι ο μόνος που με νοιάζει, να σου πω την αλήθεια. Κοίτα τι όμορφος με το ξανθό το μαλλάκι του. Εδώ είναι τεσσάρων χρονών. Τώρα θα ‘ναι… εφτά, μάλλον… Αλλά μια μέρα θα πάω να τον δω, θα τον πάρω εγώ από την μάνα του. Τι γιατί; Σιζ α στούπιντ μπιτς, μαν! Μπιλίβ μι! Μου τον πήρε μέσα από τα χέρια! Κάτσε να καταφέρω να περάσω από την άλλη μεριά και θα πάω καρφί Καναδά. Εννοείται ότι προσπάθησα να περάσω τα σύνορα, τι ερώτηση είναι αυτή. Πέντε φορές με γυρίσαν πίσω, ε, κουράστηκα. Είπα να μαζέψω κάνα φράγκο πρώτα και μετά γκουντμπάι.

Εδώ κατεβαίνουμε. Θέλω να περάσω να πάρω μια κολόνια πρώτα από την Έκτη Οδό. Δεν θα αργήσουμε. Να εδώ είναι το μαγαζί. Ποιά σου αρέσει πιο πολύ; Τι εννοείς δεν σ’αρέσουν οι κολόνιες; Πππφφφ… Εμένα είναι το αγαπημένο μου αξεσουάρ. Μπορεί να μην φοράω τίποτα άλλο, μα κολόνια πάντα θα φοράω. Αυτήν την μικρή θα πάρω και σε κάνα μήνα που θα τελειώσει θα έρθω για άλλη. Πάμε προς το λιμάνι; Λετ’ς γκόου.

Κοίτα λαός, φίλε. Όλοι αυτοί θα πάνε στην έναρξη της Μπάχα1000, θα δεις. Έχουν ήδη μαζευτεί στα μπαράκια. Κοίτα χαμός στην Τρίτη, χαχαχα! Θα χεστούν στο τάληρο όλοι αυτές τις μέρες. Χτες ήρθαν τέσσερα κρουαζιερόπλοια από ΕλΈι, κι άλλα τρία παραπροχτές… Θα πέφτουν τα ντόλλαρς με το κιλό στα καζίνο. Σήμερα που ήρθες εσύ στην Μπουφαδόρα δεν υπήρχε ψυχή. Μόνο εσύ κι οι γλάροι ήσασταν εκεί. Καλά, δεν σου είπαν να έρθεις άλλη μέρα που θα έρθουν τα κρουαζιερόπλοια; Θα έβλεπες όοοολο τον κεντρικό πήχτρα. Όσους βλέπεις σήμερα εδώ, ε πάνω από τους μισούς ήταν χτες εκεί. Δεν πειράζει, ξανθούλα, τουνάιτ γουί πάρτυ!

Καλά ε, το λιμάνι γαμάει τέτοια ώρα. Το καλύτερο ηλιοβασίλεμα που θα δεις. Μην ακούς βλακείες που λένε για Πουέρτο Βαγιάρτα και Οαχάκα και δεν ξέρω εγώ τί… Εδώ ρε λέμε! Να φτάνει το μάτι σου Ιαπωνία. Σε λίγο που θα αρχίσουν οι φώκες να γαβγίζουν θα πάθεις την πλακάρα σου. Πήγες καμιά βόλτα με καραβάκι; Όχι ακόμα; Τι περιμένεις; Να, έλα να ρωτήσω εγώ για σένα τον φίλο εδώ. Πότε βγαίνετε για να πάτε στις φάλαινες; Δεν έχουν έρθει ακόμη; Και τι τουρς έχεις να μας προσφέρεις, φιλαράκο; Μόνο μέσα στο λιμάνι, δηλαδή, δεν έχετε τίποτα άλλο να δει η ξανθούλα από δω; Εντάξει, φχαριστώ. Θα ερχόμουν μαζί σου βόλτα στο λιμάνι αλλά το ‘χω κάνει πεντακόσιες φορές. Πάμε τώρα προς την πλατεία. Ναι, ναι, παραλιακά. Εκεί πιο κάτω θ’αρχίσεις να βλέπεις το τσούρμο. Ακούς τα μπάσα; Πουμ-πουμ-πουμ-πουμπουπουμ-πουμ… Από την έναρξη είναι, χαχαχα! Γκετ ρέντι, ξανθούλα!

Ωπ, ρε λες να ‘ναι; Κάτσε να δω. Ναι, φυσικά, ο δικός μου. Να σου πω, ξανθούλα, πάω λίγο να κάνω μια δουλίτσα πίσω από την αγορά. Θες να ‘ρθεις μαζί μου; Θα’ναι τσακ μπαμ, εκεί πίσω που πάει ο τυπάς με το ποδήλατο. Κουλ, οκέυ. Περίμενέ με εδώ. Μην χαθείς, ε! Σε πέντε λεπτάκια είμαι εδώ. Γουι καν’τ λουζ δε πάρτυ! Περίμενέ με!»

Αριστερά μου η πλατεία με το πλήθος, ευθεία μπροστά μου το τουριστικό καραβάκι, δεξιά μου ο Ντάνι Μπόι να κυνηγάει το δεκαπεντάχρονο με το ποδήλατο. Βγάζω πενήντα πέσος από την κωλότσεπη, τα δίνω στον μπάρμπα με το λεκιασμένο πουκάμισο και ανεβαίνω στο καραβάκι.

Ένα: Πέρασμα

Πάνω στην τσιμεντένια γέφυρα, στον διάδρομο, βασικά. Στα αριστερά μου βουνό ξεραΐλα, δυο τρεις θάμνοι και πουλιά. Ίσως και μικρά ερπετά που το μάτι μου δεν έφτανε να σποτάρει. Στα δεξιά μου ο δρόμος. Αμάξια κολλημένα στα διόδια ή σ’αυτό που στο δικό μου ασυνείδητο είναι διόδια. Είναι σύνορα, όμως. Τεράστια και πανύψηλα, με φωτεινές ταμπέλες πράσινες και κόκκινες, περάστε ή καθίστε και περιμένετε, ουρές, κίνηση ατελείωτη, και οι εξατμίσεις καπνίζαν χωρίς σταματημό. Τα κόκκινα φανάρια των αμαξιών λαμπίριζαν κόντρα στον ήλιο, τρυπούσαν στην κόρη μου λες κι ήταν λέιζερ, τα ρούφαγε το μαύρο από μακριά. Δεν ήμουν σίγουρη αν ήταν μέρα ή κάτι παρόμοιο αλλά διαφορετικό. Μπορεί και να ήταν καμιά τεράστια νέον οθόνη που κάλυπτε τον ουρανό, ποτέ δεν ξέρεις. Αλλά μάλλον ήταν μέρα. Η ζέστη μου είχε φουσκώσει το κεφάλι και με το μπάκπακ στην πλάτη περπατούσα γρήγορα. Ταμπέλες με προσοχή και ειδοποιήσεις. Ταμπέλες που σου λέγανε, κλείσε το κινητό σου, απαγορεύεται η μαγνητοσκόπηση, πλησιάζεις στα σύνορα, πλησιάζεις στα σύνορα, ταμπέλες που αν διάβαζες ανάμεσα στις μεγάλες γραμμές τους έλεγαν σκέψου το καλά αν θες να φύγεις γιατί πλησιάζεις στα σύνορα, από εδώ και μπρος αν συνεχίσεις θα φύγεις, σε δέκα μέτρα θα μας έχεις αφήσει γεια, θα πας αλλού, σε πέντε μέτρα δεν θα είσαι πια εδώ. Τις προσπερνούσα κι ένιωθα ένα αεράκι να μου χαϊδεύει τα μάγουλα, κι ας είχε άπνοια. Ένα βήμα παρακάτω και δεν ήμουν πια εκεί. Πού ήμουν;

Στην γκρίζα ζώνη. Όλος ο διάδρομος μπετό, για να ταιριάζει με την νόου μανς λαντ. Όχι ότι ήταν κάτι το φοβερό, μη φανταστείς. Κι εγώ περίμενα κάτι πιο φαντασμαγορικό. Δηλαδή, να ‘χω να λέω ιστορίες για το πως πέρασα τα σύνορα με τα πόια, για το πως περπατούσα στην ερημιά, στα ξερά, εκεί που από δίπλα θα υπήρχαν λαγούμια για όλους αυτούς που δεν έτυχε να ‘χουν το χρώμα μου, για το πως δεν άκουγες τίποτα πέρα από την άμμο να τσουλάει στο φύσημα του αέρα, άντε και κάνα αρπακτικό πιο δίπλα να κρώζει. Φασάρα. Φυσικά και όχι. Απλώς περπατούσα σε έναν υπερυψωμένο διάδρομο, κατά μήκος μιας τεράστιας εθνικής οδού με πέντε λωρίδες πήγαινε και πέντε έλα. Ένα τσιμεντένιο μονοπάτι με ένα πηχάκι ενός μέτρου στα αριστερά να μπαζώνει το βουνό, κι ένα στα δεξιά που όσο περπατούσες τόσο πιο ψηλό γινόταν. Όσο πλησίαζα στον προορισμό, στο έξω, στο πέρασμα, ο τοίχος ψήλωνε. Στην αρχή είχα μια θέα κουκλί: από πίσω εμπορικά κέντρα, τεράστια κτήρια και άπλα, κι από μπροστά εμπορικά κέντρα, χαμερπή κτίσματα, λαός, και πολύ, μα πάρα πολύ αμάξι στην αναμονή. Γιατί από εκεί που ερχόμουν εγώ ουρά μεγάλη δεν είχε και, ανεξαρτήτως κόσμου, η αναμονή άγγιζε το μηδέν. Από την άλλη όμως… Κι όσο περπατούσα και κοίταγα μια πίσω μια μπροστά, τόσο λιγότερα μπορούσα να διακρίνω. Και εκείνα τα μέτρα που έμεινα μέσα στον γκρίζο διάδρομο που χτύπαγε ταβάνι, γυρνούσα μια στα αριστερά μπας και δω κάνα αδέσποτο, και μια προς τα πάνω να τσεκάρω αυτό ηλεκτρικό μπλε του μάλλον ουρανού. Η γκρίζα ζώνη έμοιαζε με εκεινες τις Δευτέρες που δεν έχεις ούτε πολλά να κάνεις ούτε κάναν φοβερό λόγο για να το παλέψεις ιδιαίτερα. Μέσα μου δεν κουνιόταν τίποτα. Όλα φλατ. Άφηνα πίσω μου το μαύρο κι ήλπιζα να πάω στο πράσινο, ή έστω ρε αδερφέ στο καφέ. Μην τα θέλουμε κι όλα δικά μας. Όλα κι όλα, δεν χρειάζεται και καμιά φοβερή φιλοδοξία δηλαδή… Και ο τοίχος ψήλωνε κι άλλο μέχρι που έφτασα στο κτήριο υποδοχής, στην νοητή ευθεία των διοδίων, σαν επέκταση μιας γέφυρας που κανείς δεν επιτρέπεται να περάσει. Σύνορα, όχι μαλακίες.

Προσπέρασα ένα γκρουπ καμιά εικοσαριά γιαπωνέζων λες κι ήμουνα παλιά και ήξερα τα κόλπα. Είχα κάνει καλή εξάσκηση στο κλέψιμο ουράς στις δημόσιες υπηρεσίες, στο τουριστομάνι θα κώλωνα; Έβγαλα τα γυαλιά ηλίου και τα τοποθέτησα σα στέκα στο κεφάλι μου, χαμογέλασα στον οδηγό τους που είχε μια ντουζίνα διαβατήρια στα χέρια του και προχώρησα κάνοντας πως θα χοροπηδούσα, πάντα με τα πόδια όμως στη γη. Έφτασα στο πρώτο άδειο γκισέ. Καλησπέρα, καλωσήρθατε! Γεια σας, τι κάνετε; Πού πάτε; Εδώ έξω. Τα χαρτιά σας; Η κοπελίτσα έπιασε τα χαρτιά μου, διαβατήρια, βίζες. Και κοίταγε, τι κοίταγε; Όλα καλά; Με ένα χαμόγελο μου ζήτησε την φόρμα αναφοράς μετανάστευσης. Την ποιά; Την φόρμα αυτή την πράσινη. Μα εδώ είναι. Όχι την κάρτα βίζας, την φόρμα την πράσινη, την χάρτινη. Ξανά πάλι, την ποιά; Αυτή που δίνουν στο αεροπλάνο. Ναι… Την έχετε; Εχμμμ, ναι, αλλά δεν την έχω συμπληρώσει, ορίστε. Πώς γίνεται αυτό; Την έχω εδώ αλλά δεν την έχω συμπληρώσει. Ούτε σφραγίδα έχει, δηλαδή. Όχι, υποθέτω πως όχι. Την γύριζε μπρος, πίσω, την κοιτούσε πάνω κάτω. Δεν έχει σφραγίδα, αυτό είναι παράνομο, όμως. Ναι, αλλά κανείς δεν μου την ζήτησε, κανείς δεν μου είπε βγάλε την πράσινη φόρμα σου να σου βάλω σφραγίδα. Ναι, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύεις, φαίνεται ξεκάθαρα εδώ στο διαβατήριό σου. Ναι, αλλά πάει καιρός και το ‘χα ξεχάσει. Κοιτούσε μια την φόρμα, μια την βίζα, μια εμένα. Αυτό μου έλειπε, μπλεξίματα στα σύνορα. Εκεί που έλεγα ότι να, πάω να φύγω από το μαύρο να το σπάσω με λίγη θάλασσα, με λίγη έρημο. Δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω αυτό το ταξίδι. Έπιασα σταθμό σε χαμόγελο χαζοχαρούμενης, κλασική και δοκιμασμένη μέθοδος για τέτοιες περιπτώσεις. Γούρλωσα λίγο τα μάτια μου και τα φρύδια μου κάναν στην άκρη. Δεν το ήξερα, αλήθεια. Εγώ για δουλειά βγήκα από την χώρα και να, τώρα, είπα να πάω να γνωρίσω εδώ τον τόπο σας. Η κοπελίτσα με κοίταξε. Τα σαγόνια της κάπως χαλάρωσαν. Εντάξει, αλλά να μην ξαναγίνει. Έπιασε την σφραγίδα με την αρίθμηση και γυρνώντας λίγο πλάτη στην κάμερα έπαιξε με τις αριθμημένες ροδέλες. Σφράγισε δυο φορές, ξαναρύθμισε την σφραγίδα, άλλα δυο χτυπήματα στο χαρτί και μου έδωσε το απόκομμα της φόρμας. Καλά να περάσεις. Μου έκλεισε το μάτι. Με τα χαρτιά στο χέρι και το χαμόγελο για μπαλαντέρ στην κωλότσεπη βγήκα από την μετανάστευση. Πάνω από την αυτόματη εξώπορτα απλωνόταν ένα τεράστιο πανί με τρία χρώματα κι ένα οικόσημο στη μέση. Πόσα καρούλια ύφασμα να χρειάστηκαν για αυτό το σφουγγαρόπανο; Και, ακόμα πιο σημαντικό, γιατί όπου κι αν πάω σ’αυτήν την γαμωχώρα πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον μια τέτοια τεράστια σημαία που θυμίζει τεντόπανο σε πανηγύρι;

Έξω. Αέρας φρέσκος, χρωματιστός και ζουμερός. Έβγαλα τσιγάρο από το πακέτο. Τρεις γρήγορες τζούρες, η μια πίσω από την άλλη να στρώσει το μέσα μου μετά από τον προαστιακό και το πέρασμα. Σκάναρα γύρω την κατάσταση γυρνώντας το κεφάλι μου δεξιά αριστερά, αργά. Λεωφορεία του 70, πάγκοι με καλαμπόκια φρεσκοψημένα, άλλοι με σάντουιτς. Κόσμος που περνούσε γρήγορα. Σκάσανε τρεις-τέσσερις τύποι με κασελάκι, ο ένας πίσω από τον άλλον, και με αρχίσανε, τσίχλες, καραμέλες, σπίρτα, αναπτήρες; Τί θα πάρεις ξανθούλα; Τίποτα, είμαι κομπλέ. Από μακριά οι ταξιτζήδες μου κορνάραν και μου κουνάγαν τα χέρια. Δυο τρεις φωνάξαν, κέντρο κέντρο, σε πάω από πρώτη μέχρι έκτη οδό, ξενοδοχείο, μπαρ, νάιτκλαμπ, χουάτ ντου γιου γουόν; Έκανα πως δεν κατάλαβα. Πρέπει να πάω στα κτελ, να πάρω το πρώτο λεωφορείο για τον νότο. Με το τσιγάρο μισό ανάμεσα στα δάχτυλα πήρα φόρα κι άρχισα να περπατάω. Πέρασα την λεωφόρο στα γρήγορα βλέποντας τα αστικά σε κόντρες. Στο αντίθετο ρεύμα, πακτώθηκα μπροστά στον μοναδικό ταξιτζή που έκανε το διάλειμμά του να φάει ένα σάντουιτς. Πλησίασα με το ύφος αποφασισμένης. Με το που με είδε προσπάθησε να μασήσει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Ψιλοσκούπισε το μουστάκι του που έχει μια μίξη καυτερής σάλτσας και μαγιονέζας και ξερόβηξε. Εγώ διπλα στην ανοιχτή του πόρτα. Πού είναι τα κτελ; Τα μούτρα του έπεσαν. Με τη φάτσα μπουλντόγκ, σήκωσε το χέρι που είχε ελεύθερο και με τον δείκτη μου έκανε ένα νόημα ευθεία μπροστά. Κοιτούσα μια τον δείκτη και μια τα μούτρα του. Τρία τετράγωνα πιο κάτω στα δεξιά σου, έκρινε και έκλεισε την πόρτα απότομα, σαν να με έδιωχνε από το σπίτι του. Κοίταξα ευθεία στο βάθος, και μετά το μπράτσο του που κρεμόταν έξω από το ανοιχτό παράθυρο της πόρτα που μόλις είχε κλείσει.. Φχαριστώ, έφτυσα και προχώρησα μπροστά.

Μια καφετέρια με τρεις σειρές μπλε πλαστικά καθίσματα και τρία γκισέ στο βάθος. Η σειρόμενη πόρτα με την κανελί ταινία που κρατούσε τα σπασμένα τζάμια στην θέση τους ήταν μισάνοιχτη. Από πάνω, με ξεθωριασμένα γαλάζια γράμματα έλεγε, βόρειος σταθμός λεωφορείων. Τελευταία τζούρα έξω από το κτελ. Εκτόξευσα την γόπα που ακόμα έκαιγε στα απόνερα του πεζοδρομίου κι άνοιξα την ετοιμόροπη πόρτα.