Το μπάνιο με τα δύο δωμάτια

Enter the Void 11

Το μπάνιο μας έχει δύο δωμάτια.

Έτσι όπως καθόμαστε αγκαλιά με το πάπλωμα στο πάτωμα του κρύου μπάνιου και κοιτάμε την ντουζιέρα, τα πλακάκια. Σ’ αγαπάω, στο ‘πα; Στο ‘πα είμαι αρκετά σίγουρη. Αλλά δεν είχε και σημασία να βγουν οι λέξεις, αφού το ξέρεις, το καταλαβαίνεις.

Το μπάνιο μας έχει τα ωραιότερα χρώματα, τα πιο πολύπλοκα στροβιλιζόμενα σχήματα πάνω στα λευκά πλακάκια του με τις κόκκινες λέξεις –αυτές που γράφουμε με μαρκαδόρους όπου βρούμε- να ξεπηδάνε από τους τοίχους και να τρέχουν καταπάνω μας. Κρυώνω. Θέλω να φύγω από εδώ. Όχι, όχι, δεν θέλω, απλώς κρυώνω. Το μπάνιο μας είναι όμορφο! Κοίτα τις πετσέτες και τα σφουγγάρια στη ντουζιέρα. Δεν μοιάζουν με πολύχρωμα σύννεφα; Βλέπεις; Η πόρτα της ντουζιέρας είναι μπλε, πράσινη, λαχανί, κυπαρισσί, δεν έχει σημασία, είναι χρωματιστή και όμορφη. Κοίτα σου λέω!

Το μπάνιο μας έχει δύο δωμάτια.

Το βλέπεις, έτσι δεν είναι; Το βλέπεις και συ. Το τοιχάκι πλέον είναι ένα τεράστιο τείχος και το ένα τετραγωνικό μέτρο είναι ένα ολόκληρο δωμάτιο με όμορφες σκιές λουλουδιών και αειθαλών δέντρων. Πάμε στο δίπλα δωμάτιο! Εκεί δεν θα βλέπουμε το άσχημο πλυντήριο μ’ αυτήν την μαύρη τρύπα που με τρομάζει τόσο, λες και θέλει να με ρουφήξει μέσα και να μην μ’ αφήσει να ξαναβγώ. Το πλυντήριο με φοβίζει, είναι άσχημο, είναι η μόνη παραφωνία στο μπάνιο μας. Όχι δεν θα το ξανακοιτάξω, θα γυρίσω το βλέμμα μου στα αμέτρητα μπουκαλάκια με κρέμες και συνθετικά που ρίχνουμε στα μούτρα μας παίζοντας. Ξέρεις, αντί για τούρτες και αλεύρι πετάμε δείγματα κρεμών που μας δίνουν για διαφημιστικά, λες και θα τ’ αγοράσουμε. Όλα αυτά τα μπουκαλάκια που καλύπτουν το φάσμα του ορατού φωτός και φτιάχνουν ένα μπερδεμένο ουράνιο τόξο. Κοίτα τα που πάνε πέρα δώθε σαν να δονούνται και αφήνουν πίσω τους μια χρωματιστή ουρά. Σαν αστέρι που πέφτει.

Γελάμε πολύ, γελάμε από χαρά, δεν χαζοχαχανίζουμε, γελάμε με βάθος και παθιασμένα, σαν να μην είχαμε ξαναγελάσει προηγουμένως στην ζωή μας. Λες κι όλα αυτά τα γέλια που κάναμε παλιότερα δεν είχαν νόημα και ουσία. Μόνο τα τωρινά γέλια μοιάζουν πραγματικά πηγαία. Τα μαύρα πλακάκια στο πάτωμα δεν είναι μαύρα πια. Είναι ένα όμορφο στρώμα σκούρας άμμου και έχουν μικρά σχέδια που ζωγράφισαν παιδάκια με ξύλα περιμένοντας να τα ξεπλύνει το κύμα που βγαίνει από την γιγαντιαία ντουζιέρα μας.

Δεν θέλω να κοιτάξω τον καθρέφτη, δεν μ’ αρέσει. Όχι δεν θέλω να δω το είδωλό μου. Φοβάμαι σου λέω, φοβάμαι γι’ αυτό που θ’ αντικρύσω. Αγκάλιασέ με κι άλλο, κρυώνω. Πάμε να φύγουμε. Όχι, όχι, κάτσε λίγο ακόμα και κοίτα το ταβάνι που είναι κοίλο. Δες! Είναι σαν θόλος! Αγκάλιασέ με πιο σφιχτά, κρυώνω. Ρίξε κι άλλο πάπλωμα πάνω μου κι ας μείνουμε για πάντα εδώ να βλέπουμε το όμορφο μπάνιο μας. Αυτό με τα δύο τεράστια δωμάτια. Αυτό που δεν έχει παράλληλους τοίχους.

[…]

Μην κλείνεις το φως! Δεν θέλω! Φοβάμαι, μην το κλείνεις. Δακρύζω από φόβο τώρα. Ναι, το σκοτάδι το αγαπάω, αλλά όχι τώρα, τώρα θέλω να σε βλέπω και σένα και το κρύο μπάνιο μας. Κλείσ’ το, αλλά αν σου πω να το ανάψεις θα το ανάψεις, ναι; Περίμενε να κλείσω πρώτα τα μάτια μου. Εντάξει. Το μπάνιο μας είναι το πιο όμορφο και το πιο χρωματιστό μπάνιο του κόσμου, ακόμα και με το φως σβηστό. Κοίτα την θάλασσα, την ακτή, το ροζ φεγγάρι. Όχι δεν είναι φεγγάρι, ή είναι; Είναι ένα φεγγάρι που αλλάζει χρώματα, σχήματα, παίρνει τις μορφές όλων αυτών που αγαπάω και καθρεφτίζεται στο νερό από κάτω. Στο νερό που δεν υπάρχει αλλά καθρεφτίζει.

Αχ! Κούνα το τσιγάρο σου κυκλικά! Κοίτα! Η κάφτρα κάνει την ομορφότερη φλεγόμενη σπείρα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Κοίτα πως μένει και σχηματίζει αυτό το κυκλικό τόξο. Μην σταματάς, συνέχισε να κουνάς κυκλικά το τσιγάρο και σταδιακά μεγάλωσε τις κινήσεις σου. Μεγάλωσε τον κύκλο της φωτιάς κι εγώ θα πηδήξω μέσα από το στεφάνι που θα σχηματίσει, όπως τα λιοντάρια στο τσίρκο. Δες πάλι, δες την πόλη με τα άπειρα φώτα, με τις γυαλιστερές επιφάνειες που αν τις αγγίξεις με την άκρη του δαχτύλου σου θα σπάσουν. Όπως η πόλη που ζούμε. Να, εδώ πάνω στην πόρτα της ντουζιέρας. Δες τ’ αμάξια και τις ταμπέλες νέον. Είναι το ομορφότερο μέρος που έχω πάει ποτέ στη ζωή μου. Και χαίρομαι τόσο που είσαι εδώ, που είμαι εδώ. Είμαστε εδώ, ένα· συνεχές, εγώ, εσύ, εσύ, εμείς, το μπάνιο μας· είμαι το μπάνιο μας, ο καναπές μας, είμαι τα πάντα. Είμαστε τα πάντα.

Χτυπάς το χέρι σου στο πάτωμα και μπορώ ν’ ακούσω την ηχώ του χτύπου. Νιώθω την δόνηση του πατώματος να ταξιδεύει μέσα στο σώμα μου. Νιώθω τις δονήσεις της πόλης, των ανθρώπων στο διπλανό σπίτι που μιλάνε δυνατά, των γατιών που πηδιούνται στην αυλή. Νιώθω και ακούω τα πάντα. Κι αρχίζω να κάνω ήχους. Ήχους που δεν έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου, μόνο και μόνο για να καταλάβω πως ακούγονται. Ήχους που έχω κάνει αλλά δεν έχω ακούσει πραγματικά ποτέ. Τσιρίδες, βαθιά μουγκρητά, παιδικές φωνούλες, όλα είναι υπέροχα, όλα έχουν ηχώ, όλα βγαίνουν από το στομάχι μου, μένουν για λίγο στον αέρα στο ύψος των ματιών μου και γίνονται χρώματα. Πετάνε για να κολλήσουν στις επιφάνειες του σκοτεινού μπάνιου μας και φτιάχνουν το φόντο του νησιού, της πόλης, του χωριού του οτιδήποτε –δεν έχει σημασία τι- βλέπω.

[…]

Είμαι τόσο χαρούμενη που είμαστε το μπάνιο μας. Είμαστε χρώμα και ευτυχία και χαρά και ομορφιά και όνειρα και γνώση των πάντων. Χαίρομαι που δεν είναι ανάγκη να σου εξηγήσω τίποτα γιατί «είσαι εγώ» και καταλαβαίνεις. Ξέρεις τι νιώθω; Ξέρεις. Νιώθω ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. ‘Αυτήν την στιγμή θα μπορούσα να πεθάνω από ευτυχία’. Ναι. Πώς μπορώ και αντέχω τόση ομορφιά; Αγκάλιασέ με. Ναι, εγώ στο λέω, που δεν θέλω να με αγκαλιάζουν για πάνω από είκοσι δευτερόλεπτα. Αγκάλιασέ με σφιχτά και μην μ’ αφήνεις.

Δεν θέλω να φύγω από εδώ. Θέλω να είναι πάντα τόσο όμορφη η ζωή. Ξέρω, θα τελειώσει κάποια στιγμή σύντομα. Αλλά πάντα θα κουβαλάω στο μυαλό μου το μπάνιο μας. Αυτό με τα δύο δωμάτια. Αυτό που οι τοίχοι δεν είναι παράλληλοι. Αυτό που έχει κοίλο ταβάνι και παραλίες. Είμαστε ένα. Τώρα. Μετά δεν θα είμαστε πια. Μετά θα είμαστε ‘πλανήτες· όχι φούσκες’. Πάντα θα έχουμε όμως το μπάνιο μας μέσα στο μυαλό μας. Όποτε νιώθω λυπημένη θα πηγαίνω εκεί. Θα κλείνω τα μάτια μου και θα γυρίζω εκεί που η ευτυχία έχει εικόνα, ήχο, υφή, συναίσθημα, συνέχεια. Είμαι ένα συνεχές. Και εκεί θα πηγαίνω για να γίνομαι πάλι συνεχές, κάθε φορά που η πραγματικότητα με κατακερματίζει.

Το μπάνιο μας θα έχει πάντα δύο δωμάτια. Ό,τι και να λες.