Καρφίτσα #7

Image

Τα ρολόγια κολλήσανε στον τοίχο. Στους τοίχους. Παντού όπου πηγαίνω τα ρολόγια είναι κολλημένα, χαλασμένα, σταματημένα στο τότε και κανείς δεν νοιάζεται να τα ξεκολλήσει. Τέσσερις παρά είκοσι εφτά, εφτά και δεκαεφτά, δέκα παρά τρία, εννιά και δύο και κάτι δευτερόλεπτα. Εννιά και δύο και κάτι δευτερόλεπτα.

Τότε που ο χρόνος είχε παγώσει στο εννιά και δύο και δεν περνούσε με τίποτα. Γύρναγα το βλέμμα γύρω και κοιτούσα επί ώρα τα αμέτρητα αντικείμενα στους τοίχους και τα ράφια. Το πικάπ, τα βιβλία, τους δίσκους, την ταμειακή μηχανή, τον μικρό καθρέφτη και το βλέμμα μου κόλλαγε στα πράσινα παπούτσια με τα μικρά τακουνάκια, λίγο πιο δίπλα από το ρολόι που δεν κουνιόταν, δεν προχωρούσε. Και ο χρόνος είχε σταματήσει.

Παραδόξως, δεν ήθελα να προχωρήσει. Ήθελα να μείνω για πολλές μέρες στο εννιά και δύο και κάτι δευτερόλεπτα, αλλά αυτό το κατάλαβα μετά. Αφότου αντελήφθην ότι οι αναμνήσεις είναι κέρατα βαριά στο κεφάλι όποιου θυμάται. Αυτές τις ώρες που το συναίσθημα υπερισχύει της λογικής και γίνεσαι φύση, αυτήν την στιγμή που όλα τα ‘χεις ξαναζήσει και θες να τα ξαναζείς, η ανάμνηση έρχεται να σε πλακώσει στο μέτωπο λιώνοντας το κρανίο σου.

Φυτεύεται εύκολα η αμφισβήτηση, αρκεί να έχεις την πρώτη ύλη. Π.χ. αμφέβαλα για τον Α δίνοντας το προνόμιο στον εαυτό μου να έχω ασφάλεια. Δεν έχω ανάγκη την ασφάλεια πλέον. Μόνη ανάγκη μου είναι να έχω το ρολόι στο εννιά και δύο και να ζω μακροχρόνια τα συστατικά των αναμνήσεων, λες και μπορώ να επεκτείνω τον χρόνο όπως έκανα με τον χώρο κάποτε.

Το ρολόι μου κόλλησε στο εννιά και δύο, κόλλησα και εγώ εκεί και ο χρόνος έφυγε. Οι συμπτώσεις στις οποίες ψάχνουμε να δώσουμε νόημα χωρίς στην ουσία να υπάρχει, μόνο και μόνο για χάρη της αιτιοκρατίας και της διατήρησης μιας ψευδαίσθησης, είναι τα κέρατα που βαραίνουν τον λαιμό και τα μέλη. Και ψάχνεις πάντα, ακούραστα, τυφλά τα πράσινα παπούτσια να φανούν κάπου για να δικαιολογήσεις το εννιά και δύο και κάτι δευτερόλεπτα που έχεις στο κεφάλι σου.