Καρφίτσα #12

Image

Θυμάμαι έναν μακρύ χωματόδρομο από την παραλία στο τελευταίο σπίτι που έβλεπε το μάτι σου. Μεσημέρι, ήλιος, ζέστη, δυο μικρά πόδια να περπατάνε ξυπόλητα πάνω στις πέτρες και το χώμα. Στ’ αριστερά το σπίτι με την αυλή που κάναμε μπάνιο με το λάστιχο, κι ας είχε μπανιέρα μέσα. Μετά την θάλασσα πλέναμε τα μαγιώ και αρχίζαμε να τριβόμαστε με σαπούνια στην αυλή. Νομίζω ότι μπαίναμε και μέσα στο βαρέλι για να ξεπλύνουμε τις σαπουνάδες. Δεν θυμάμαι.

[…]

Στα δεξιά η Μπέμπα που της δέναν τα χέρια όταν χτύπαγε τα παιδάκια -και μόνο τότε- γιατί είναι καθυστερημένη η κακομοίρα και την αγαπάμε αλλά δεν έχουμε και τι να την κάνουμε την ίδια ώρα. Την φροντίζουμε γιατί έλαχε να ζει αν και δεν έπρεπε, η χαζή. Και όταν η Μπέμπα έλεγε βλακείες όλοι γελάγαμε, αφού ήταν αστείο.

[…]

Τα ποδαράκια βρώμιζαν κι άλλο προσπερνώντας την βάρκα που είναι στην στεριά χρόνια τώρα και πάνω της καθόταν ο Καπετάνιος ρίχνοντας τα δίχτυα του στις ντοματιές. Όσο και να του λέγανε «μπάρμπα, το πολύ πολύ να μαζέψεις καμιά ακρίδα», αυτός συνέχιζε καθημερινά το ψάρεμα στο μποστάνι κι εμείς γελούσαμε στα κρυφά, γιατί τον φοβόμασταν κιόλας, έτσι που ήταν με την μουστάκα και το καπέλο του καπετάνιου. Αλλά τι να κάνεις; Κι οι τρομακτικοί μπορεί να είναι αστείοι.

[…]

Λίγο πιο κάτω οι γαλοπούλες με τα παράξενα φτερά και την φωνή που κάνει γλου γλου γλου. Κι εμείς να καθόμαστε με τις ώρες προσπαθώντας να κάνουμε γλου γλου γλου. Τραβάγαμε πέρα δώθε το χυμένο γέρικο προγούλι του θείου του Χατζημιχάλη λες κι ήταν γαλοπούλα και γελάγαμε. Ήταν αστεία τα γηρατειά. Ήταν αστεία και η γαλοπούλα.

Απέναντι ακριβώς το χωράφι με τα ηλιοτρόπια. Ανέγγιχτο, μην τυχόν και πατήσει άνθρωπος το πόδι του εκεί γιατί «δεν κάνει». Είχα πάει μια φορά, νομίζω, κοντά πολύ, αλλά έφυγα γιατί οι γαλοπούλες με πρόδωσαν με τα γλου τους. Ο θείος μου γέλασε βλέποντάς με να τρέχω έντρομη προς το σπίτι, ήμουν αστεία έτσι που φοβήθηκα, μάλλον. Δεν θυμάμαι.

[…]

Στο σπίτι στο τέλος του χωματόδρομου πήγα μόνο για λίγα λεπτά την τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί. Ήταν κάτι άντρες που είχαν έρθει για να πάρουν την θεία Αλίκη, όλο το σόι είχε μαζευτεί απέξω. Κι εγώ μαζί, στα κρυφά όμως, γιατί δεν έπρεπε να είμαι μπροστά –αυτές είναι δουλειές των μεγάλων. Είχα σκύψει πίσω από τον θάμνο, κάτω απ’ τα σκαλάκια, και έβλεπα τους τέσσερις άντρες, καθένας να τραβάει μια γωνιά απ’ το σεντόνι, να σηκώνουν την θεία στον αέρα και να την κουβαλάνε σαν σφαχτό στο μεγάλο άσπρο αμάξι. Φύγαν όλοι και έμεινε η γιαγιά μου να γελάει με όλη την ψυχή της. Κι έτσι άρχισα να γελάω κι εγώ, δυνατά και δυνατότερα, γιατί η γιαγιά από τα γέλια της δεν μπορούσε να με ακούσει. Και όταν κάθε προσπάθεια να με κοιτάξει έπιασε πάτο, παρατήρησα ότι το πρόσωπό της είχε γεμίσει δάκρια. «Μα είναι αστείο! Γέλα κι εσύ!». Αυτό το θυμάμαι.

[…]

Η θεία πέθανε μετά από λίγους μήνες, η γιαγιά δεν ξαναγέλασε ποτέ, κι εγώ αποφάσισα να μην ξαναπάω στον χωματόδρομο που όλοι γελούσαν με όλους και κανείς με τον θάνατο.