Το είδωλο από κάτω

Image

Της είχαν πει ότι οι γυναίκες πρέπει να κοιτάνε χαμηλά, να σκύβουν το κεφάλι και να στέλνουν το βλέμμα στο πάτωμα, εκεί που τους αξίζει· δίπλα στις σκόνες, τις πατημένες τσίχλες, τα κάτουρα που είχαν αλλάξει το χρώμα του πεζοδρομίου, δίπλα στις πουτάνες και τα πρεζάκια, τους άστεγους, τα κλεφτρόνια, τις κάμπιες και τα μυρμήγκια που ποδοπατούνε όλοι χωρίς να νοιάζονται. Αυτή ήταν κάπου στην μέση, αλλά έπρεπε πάντα να κοιτάει χαμηλότερα για να θυμάται ποιοι είναι από πάνω και πού μπορούν να την στείλουν αν θέλουν. Χαμηλά την κοιτούσαν και όλοι αυτοί που της είχαν διδάξει τη θέση της, απλώς όχι τόσο χαμηλά όσο έπρεπε να κοιτάει αυτή. Φτάναν κάπου ανάμεσα στα πόδια της. Ψάχναν να βρουν το μουνί της κάτω απ’ τα υφάσματα, να το κοιτάξουν επιδεικτικά και να την κάνουν να νιώσει άσχημα που είναι γυναίκα. Αυτή ήταν η δύναμη των αντρών που της έμαθαν την θέση της: μ’ ένα μόνο βλέμμα την έκαναν να νιώθει ανήμπορη να αντιδράσει. Επειδή είχε μουνί.

Αφού κατάφερε να ξεφύγει από αυτούς όλους, το μόνο που ήθελε ήταν να καταφέρει να ξεφύγει κι από την φυλακή που αυτοί έχτισαν χρησιμοποιώντας το σώμα της για τούβλα. Τώρα, στην μικρή γκαρσονιέρα της δεν είχε ούτε κρεβάτι, ούτε καναπέ, ούτε τηλεόραση. Μόνο για ένα φρόντισε να μαζέψει λεφτά και χρόνο: τον Καθρέφτη. Γιατί μπορεί να τους είχε φτύσει όλους αυτούς που την έκαναν να μην  αντικρίζει ποτέ τα δέντρα πάνω απ’ το κεφάλι της ή τον ουρανό από ντροπή για τον εαυτό της, αλλά το μουνί της την στοίχειωνε. Είχε έρθει η ώρα να το αντιμετωπίσει ξεκάθαρα. Δούλεψε μέρες για να καταφέρει να βάλει τον Καθρέφτη που θα την έφερνε πιο κοντά στον εαυτό της. Και τώρα στέκεται γυμνή, εκεί στην μέση της γκαρσονιέρας κοιτώντας χαμηλά, γιατί οι κακές συνήθειες δεν κόβονται. Και κοιτάει το μουνί της στο πάτωμα, τον αντικατοπτρισμό του στον Καθρέφτη που σκέπαζε το βαρετό μάρμαρο που έχουν όλα τα σπίτια. Λύγισε τα πόδια της να φτάσει πιο κοντά σ’ αυτό που κοίταγαν όλοι εκείνοι που θέλαν να την κάνουν να νιώσει άσχημα, αυτό που την έκανε να νιώθει μειονεκτικά και άβολα. Και είδε ότι το μουνί της ήταν όμορφο, όπως όλα τα μουνιά, όπως όλοι οι πούτσοι, όπως όλα τα σώματα που κρύβονται επιμελώς κάτω από στρώματα κλωστών. Φυσικά και δεν έφταιγε αυτή ή τα γεννητικά της όργανα για τα χυδαία βλέμματα που τόσα χρόνια την περιστοίχιζαν κάνοντάς την να νιώθει μικρή.

Σηκώθηκε όρθια, έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω και κοίταξε αυτό που τόσα χρόνια της στερούσαν: ένα ταβάνι. Όλοι αυτοί που υποτιμούν τα ταβάνια δεν έχουν αναγκαστεί ποτέ να κοιτάζουν το χώμα για χρόνια. Κοιτούσε το λευκό ταβάνι και φανταζόταν ότι κάτω από το είδωλο, κάτω από πάτωμα υπάρχει ένας κόσμος όπου κανείς δεν κοιτάει χάμω, όπου όλοι περνάνε τα μάτια τους πάνω από τα σώματα με περιέργεια, με χαρά, όπου δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος που το βλέμμα του να σε φυλακίζει στο ίδιο σου το είναι, στο κορμί σου. Και τότε ανακάλυψε αυτό που ήταν μπροστά της τόσα χρόνια αλλά δεν το έβλεπε γιατί δεν έπρεπε να το δει: το μουνί της ήταν και η ελευθερία της.