Παλιά, είχαμε ανάγκη τις παρενθέσεις. Εκεί λέγαμε τα μικρά ασήμαντα, κρύβαμε τις τοσοδούλικες αλήθειες μας και μοιραζόμασταν τα ένοχα μυστικά μας.
Παλιά, τότε που μαθαίναμε να μιλάμε ή ακόμη-ακόμη τότε που μαθαίναμε να ακούμε, οι παρενθέσεις ήταν απαραίτητες. Ήταν μια παιδική συνομωσία μέσα στην οποία κλείναμε ένα κομμάτι των συναισθημάτων μας για να μην το πειράξει κανείς. Οι καμπούρες που αγκάλιαζαν τις φράσεις που δεν θέλαμε να κυριαρχούν (αλλά πάντα έκρυβαν τα μεγαλύτερα πάθη μας) ήταν το μυστικό που μας κρατούσε μαζί.
(Ξέρεις, κάποτε κάποια με έκανε να σκεφτώ ότι οι άνθρωποι που αγαπιούνται συνδέονται μ’ ένα μαγικό αόρατο λάστιχο που ξεκινάει από τον αφαλό του ενός και καταλήγει στον αφαλό του άλλου.
Έτσι μένουν δεμένοι για καιρό αφήνοντας πάντα ο ένας στον άλλον τον χώρο του να τραβηχτεί μακριά, να γυρίσει, να κυλιστεί, να χοροπηδήσει, να ταξιδέψει μέχρι εκεί που αντέχει το λάστιχο.
Και όταν αυτό φτάσει να τεντωθεί στο τέρμα ή που θα κοπεί ή που θα δώσει μία δυνατά και θα φέρει τα σώματα πάλι κοντά, σε απόσταση αναπνοής.
Πάντα μου πίστευα ότι οι παρενθέσεις είναι αυτές που την κρίσιμη στιγμή κρατάνε το λάστιχο ζωντανό και φέρνουν ξανά τους ανθρώπους κοντά.)
Τώρα, οι παρενθέσεις λείπουν, έχουν χάσει τον ρόλο τους. Αντικαταστάθηκαν από καθέτους και πλάγιες γραμμές που χαρακώνουν τα όρια, βάζουν γωνίες στα λόγια, καθορίζουν τα τείχη γύρω μας.
Τώρα, οι καμπύλες είναι υπό εξαφάνιση και διωγμό. Τα ασήμαντα/σημαντικά λέγονται υπόγεια, σε δεύτερα και τρίτα επίπεδα, τα βάζουμε κάτω από κουβέρτες μελανιού και πίξελ, τα φυλακίζουμε μέσα σε γραμμές. Κι απαιτούμε. Συνεχώς. Απ’ όλους να βουτήξουν μέσα στο κεφάλι μας για να βρουν τις παρενθέσεις μας. Και πού να βρει ο άλλος την δύναμη να βουτήξει στον σκοτεινό βυθό των στακάτων φράσεών μας; Πού να βρει την διαύγεια να ψάξει ανάμεσα στα τετράγωνα και τις γωνίες μας όταν δεν ξέρει που να βρει ούτε τις δικές του παρενθέσεις;
|| Φαντάσου (λέει) να καταφέρεις να βρεις την παρένθεση κι αυτή να ‘ναι κλεισμένη μέσα σε γωνίες/γραμμές/καθέτους/τετράγωνα ||