Να σκίζονται τα κορμιά τους από μέσα προς τα έξω. Να γαμιούνται σε ασπρόμαυρο και οι ποιότητες του φωτός να είναι τόσο καλές που να σε κάνουν να βλέπεις όλα τα χρώματα ακόμη κι αν αυτά δεν υπάρχουν. Η σάρκα να μαζεύει ανά διαστήματα και αλλού να τεντώνει, με τους μύες τους να συστέλλονται και να διαστέλλονται διαδοχικά. Πόδια που ανοιγοκλείνουν, παλάμες που σφίγγουν κομμάτια ύφασμα, μέλη που μπλέκονται μεταξύ τους σε κουβάρι. Οι γκριμάτσες στο πρόσωπο να γράφουν, μέχρι και οι μικρότερες συσπάσεις να παραμορφώνονται για να γίνουν η ομορφότερη μη ροζ τσόντα που έχει παιχτεί ποτέ. «θέλω να με φωτίσεις πρώτα και μετά να με πηδήξεις». Κι από κάπου μια μικρή τρύπα να τραβάει όλο αυτό το φως μέσα στο σκοτάδι της και να το κάνει μικρά κομματάκια ψηφιακής μνήμης, για να μπορούν να το βλέπουν μετά παρέα και να λένε «τι όμορφο που είναι το ασπρόμαυρο αν έχεις τον φωτιστή που να μπορεί να στο στήσει…»