Δεν είχε καμία όρεξη για έξοδο. Ούτε καν για το περίπτερο, ακόμη κι αν τέλειωναν τα τσιγάρα του. Δεν πειράζει, θα την έβγαζε κάπως. Συνήθιζε να κρατάει τα πακέτα των καπνών που τελείωναν με τα τρίμματα που δεν στρίβονταν. Ανά διαστήματα τα μάζευε όλα σ’ ένα σακουλάκι για εκείνες τις δύσκολες ώρες που ξέμενε από λεφτά. Κάθε μήνα. Όλο και κάποιο σακουλάκι θα βρει, δεν είναι ανάγκη να ξεβολευτεί. Άραζε στην αδράνειά του και απορούσε με την πάρτη του, γιατί στην τελική δεν ήταν έτσι αυτός. Πάντα κάτι έκανε, πάντα κάπως έβρισκε την άκρη του, πάντα. Τώρα όμως ήταν αλλιώς. Δύσκολα χρόνια κι οι καιροί δυσμενείς. Έφτιαξε καφέ, έστριψε το προτελευταίο τσιγάρο του πακέτου και ξάπλωσε. Κοιτούσε την υγρασία στο ταβάνι που ανά διαστήματα έκανε μικρούς σταλακτίτες νερού και αναρωτιόταν πόσο καιρό ήθελε για να βγει η μούχλα και να γεμίσει όλο του το ταβάνι, να το κάνει πρασινογκρί και να μην φαίνεται σπιθαμή άσπρου. Σκέφτηκε ότι θα μύριζε άσχημα όταν θα συνέβαινε αυτό –γιατί κάποια στιγμή θα συνέβαινε. Λίγο λιγότερο από πτώμα, μάλλον. Θυμήθηκε ότι τα πτώματα δεν μυρίζουν. Αφού τα ‘βλεπε καθημερινά, στον δρόμο, στα μαγαζιά, στο μετρό, στον καθρέφτη του. Παντού πτώματα. Δεν μύριζαν, δεν ακούγονταν, δεν έβλεπαν. Απλώς, με κάποιον μαγικό τρόπο στέκονταν όρθια και κινούνταν, σαν τα παιχνιδάκια μινιατούρες που τα κούρδιζε μικρός και άρχιζαν να περπατάνε. Χωρίς κατεύθυνση, χωρίς σκοπό. Θυμήθηκε τότε ένα πτώμα που είχε δει τις προάλλες και ξεχώριζε απ’ όλα τ’ άλλα τυχαία πτώματα που έβλεπε έξω. Ήταν μια γυναίκα κοντά σαράντα χρονών. Μπορεί και μικρότερη να ‘ταν αλλά έτσι απεριποίητη που ήταν την έκανε σίγουρα για σαράντα. Φορούσε ροζ νάιλον φούστα μέχρι το γόνατο στενή, μια μαύρη μπλούζα με τρύπες από την φθορά και σαμπό νοσοκόμας. Ήταν λεπτή κι αδύναμη με ξεθωριασμένα πορτοκαλιά αχτένιστα (για μήνες) μαλλιά. Περπατούσε με τα άκρα της να κρέμονται άκαμπτα, σαν ρομπότ. Την κοιτούσε από μακριά γιατί δεν καταλάβαινε τι ακριβώς ήταν αυτό το πτώμα που συναντούσε, δεν έμοιαζε μ’ όλα τ’ άλλα απρόσωπα συνηθισμένα πτώματα. Όταν έφτασε μπροστά του την παρατήρησε στο πρόσωπο. Είχε όμορφα χαρακτηριστικά, αλλά ήταν ταλαιπωρημένη. Το στόμα της ήταν μονίμως ανοιχτό και κοίταγε στο πουθενά, άστοχα. Έφτασε ο συρμός. Τα πτώματα συνέρρευσαν προς τις πόρτες, το ένα πάνω στο άλλο, όλα κοιτώντας το άνοιγμα της πόρτας. Όρμησαν μέσα. Μαζί κι αυτός. Μαζί και το ροζ πτώμα της κυρίας. Στάθηκε δίπλα της για να την παρατηρήσει λίγο καλύτερα. Έψαξε στα μάτια της να δει τι σκέφτεται. Κάτι δεν του κόλλαγε. Δεν ήταν το χαμένο βλέμμα, αυτό το ‘χε δει πολλές φορές. Κοίταξε γύρω του τους υπόλοιπους να ψάξει για συγκρίσεις. Χαμογέλασε μηχανικά σαν επιβεβαίωση στον εαυτό του όταν το κατάλαβε. Η κυρία είχε τεράστιες κόρες που καλύπτονταν από ένα καφετί στεφάνι. Προς στιγμήν σκέφτηκε ότι μπορεί να τυφλωθεί από το φως με τόσο μεγάλες κόρες, αλλά θυμήθηκε ότι το φως είχε χρόνια να φανεί στον κόσμο των πτωμάτων. Μετά προσπάθησε να θυμηθεί ποια είναι τα φάρμακα που σού μεγαλώνουν τις κόρες, αλλά θυμήθηκε μόνο την κοκαΐνη που διαστέλλει την ίριδα και απογοητεύτηκε απ’ την ισχνή του μνήμη. Το ροζ πτώμα βγήκε στο Σύνταγμα. Αυτός συνέχιζε. Φεύγοντας είδε όλα τα πτώματα να κινούνται γρήγορα στο μάρμαρο της αποβάθρας προς όλες τις κατευθύνσεις και στην μέση την κυρία να μένει όρθια κοιτώντας με τις τεράστιες κόρες της την άκρη της αποβάθρας. Ίσως να μην ήταν και τόσο πτώμα τελικά.