Όταν ήμουν οχτώ η μαμά μου με ρώτησε αν θέλω να μάθω μουσική. Δεν ήθελα και πολύ, αλλά η ζωή στο δημοτικό ήταν πολύ βαρετή, οι ώρες δεν περνούσαν με τίποτα και κάτι έπρεπε να κάνω για να δικαιολογήσω την προσμονή για την «ζωή των μεγάλων» σκοτώνοντας τις κενές μέρες μου. Οπότε της είπα ναι. Η καλή μου η μαμά με ρώτησε τι ήθελα να μάθω κι εγώ δεν ήξερα. Η αδερφή μου παλιότερα έκανε πιάνο, οπότε θα ‘ταν πολύ άσχημο για έναν άνθρωπο που πάντα έψαχνε να μην μοιάζει να ασχοληθεί με το ίδιο όργανο. Με ώθησε στην κιθάρα. (Είχε κι αυτόν τον πόθο από μικρή να μάθει η ίδια κιθάρα, οπότε όσο να ‘ναι ήταν κάπως αναμενόμενη η πρόταση). Πήγαμε και πήραμε κιθάρα. Έκανε σαράντα χιλιάδες δραχμές, δηλαδή ήταν ακριβή. Όταν άκουσα πόσο έκανε κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να τα παρατήσω σ’ έναν μήνα, όπως έκανα με τις περισσότερες δραστηριότητές μου. Μάζεψα τα κουράγια μου, είπα ψέματα στον εαυτό μου ότι ήθελα πάντα να το κάνω αυτό και περίμενα να βρούμε έναν άνθρωπα να με μάθει το ρημαδοόργανο. Η μαμά βρήκε την Ζ. Ήρθε σπίτι ένα απόγευμα γύρω στις πέντε. Ήταν μια ψηλή νταρντανογυναίκα που όλο χαμογελούσε και μού έκανε αστεία. Εννιά μήνες περάσαμε ζάχαρη κι ας της έκανα τη ζωή πατίνι. Φαντάσου ότι άρχισε να μού αρέσει κι η κιθάρα, δηλαδή. Μέχρι που έγραφα δικά μου «τραγούδια». Μεγαλεία. Μετά το καλοκαίρι εκείνο η μαμά μου με ρώτησε αν θέλω να συνεχίσω κιθάρα. Φυσικά και θέλω μαμά, η Ζ. είναι γαμάτη τύπισσα, γιατί να μην θέλω δηλαδή; Πήγε, λοιπόν, η μαμά και πήρε τηλέφωνο την Ζ. Θυμάμαι που καθόμουν στην ψηλή καρέκλα της κουζίνας και ταξινομούσα τις τηγανιτές μου πατάτες φτιάχνοντας έναν πατατένιο λαδερό ήλιο (πάντα το έκανα αυτό «για να κρυώσουν»- στην πραγματικότητα το έκανα για να περάσει λίγη παραπάνω ώρα μέχρι να τελειώσει η βαρετή ζωή που ζούσα) και την άκουγα που μιλούσε συνωμοτικά με συνθήματα στο τηλέφωνο. Όταν το έκλεισε γύρισε προβληματισμένη και μου είπε: «Ηλεκτράκι, η Ζ. δεν θα μπορέσει να σού κάνει μάθημα φέτος». Περιττό να πω ότι έβαλα τα κλάματα κι άρχισα να φωνάζω γιατί δεν με ήθελε η Ζ., και να δεις που εγώ έφταιγα γιατί είχα αλείψει την κιθάρα με ελαιόλαδο κατά λάθος ή επειδή την πείραζα συνέχεια ή επειδή καμιά φορά δεν διάβαζα τόσο όσο έπρεπε. Και δώσ’ του κλάμα. Η μαμά κάθισε δίπλα μου και μού είπε ήρεμα «μην κλαις μικρούλι μου, δεν φταις εσύ. Να, απλώς η Ζ. δεν είναι πια Ζ. Έκανε μια εγχείρηση κι έγινε αγοράκι. Τώρα τον λένε Ν. και σ’ αγαπάει ακόμα και θέλει να σού κάνει μάθημα. Αλλά εσύ θ’ αποφασίσεις αν θες ή όχι.» Κοίταξα τον μισό πατατοήλιο, ρούφηξα τις μύξες μου, κοντοστάθηκα λίγα δευτερόλεπτα και επεξεργαζόμουν τις πληροφορίες. Η Ζ. έγινε Ν. Η μαμά μου σε μια προσπάθεια να μού εξηγήσει (ή ίσως και να εξηγήσει στον εαυτό της) γιατί και πώς, έβαλε ό,τι φιοριτούρα της ήρθε στο κεφάλι για να μπορέσει να χωρέσει η νέα κατάσταση στον εννιάχρονο εγκέφαλό μου. «Ε, σιγά ρε μαμά, αυτά τα ξέρω ήδη, μπορεί και καλύτερα από σένα, δεν είμαι χαζή». Την επόμενη βδομάδα ήρθε ο Ν. Ένας ψηλός γεροδεμένος τύπος, ίδιος με την Ζ. απλώς τώρα ήταν ο. Το ίδιο χαρούμενος άνθρωπος, το ίδιο καλός δάσκαλος, το ίδιο αστείος. Θυμάμαι που φοβόμουν μην τυχόν και μού ξεφύγει και τον πω Ζ. αντί για Ν. αλλά ποτέ δεν το έκανα. Κι ήμουν τόσο περήφανη γι’ αυτό. Μετά από λίγους μήνες σταματήσαμε τα μαθήματα γιατί ο Ν. βρήκε δουλειά σε μια ορχήστρα μεγάααααλη μού είπε η μαμά μου και δεν προλάβαινε. Άλλαξα δάσκαλο, μ’ έκανε να βαριέμαι απελπισμένα, θυμήθηκα ότι η κιθάρα δεν ήταν επιλογή μου παρά μόνο μία διέξοδος από την βαρεμάρα μου και τα παράτησα. Κι η αλήθεια είναι ότι ο Ν. μου ‘χει λείψει.
Μήνας: Νοέμβριος 2013
Σκιν
Αν αυτό το σημάδι ήταν ελιά
Θα ‘χα την μεγάλη άρκτο στο μπράτσο μου
Να πιστοποιεί την δύναμη που γέμισε τα πνευμόνια μου
Αν τον επόμενο χρόνο εμφανιστούν δυο μικρές ελιές
Στο αριστερό μου βυζί –εκεί κοντά στο χάσμα-
Θα ‘χω ένα δελφίνι να σκίζει το δέρμα μου
Αν κάθε χρόνο τα καινούρια δερματικά μου στίγματα
Αναπαριστούν ανθρώπους που μού λείπουν
Είμαι χαμένη από χέρι