στο μετρό

DSCF5892

Και ξαφνικά είδα την κοπέλα απέναντί μου να τρελαίνεται, να φεύγει απ’ το μυαλό της και να λέει ότι είδε κάποια να πέφτει. Εκεί μας έφτασαν, να πηδάμε στις ράγες του μετρό για τα χρέη. Και δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση, μας έχουν φτάσει στο χειρότερό μας σημείο. Και άρχισα να μιλάω με την διπλανή μου και να της εξηγώ ότι η μόνη σωτηρία είναι ο σύριζα, γιατί δεν γίνεται εγώ που είμαι εξήντα χρονώ να περιμένω άλλα έξη χρόνια την σύνταξη που δουλεύω από τα μικράτα μου κι έχω πληρώσει φόρους και φόρους. Κι όλα εκεί καταλήγουν. Γιατί σιγά μην πήδαγε ο κόσμος και μην αυτοκτονούσε αν είχαν λεφτά να φάνε. Και αν δεν είχαμε τα μνημόνια θα υπήρχε ένας άνθρωπος του μετρό κάτω να προσέχει ποιος περνάει την κόκκινη γραμμή και ποιος όχι και θα τους κρατούσε αυτούς που αυτοκτονούνε. Και μετά πήρα τηλέφωνο τον άντρα μου να του πω τι έγινε γιατί πρέπει να ξέρει γιατί θα αργήσω σαράντα λεπτά παραπάνω. Ε και αφού θα του πω ότι θ’ αργήσω να μην του εξηγήσω με λεπτομέρειες τι έγινε; Και η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος δεν καταλαβαίνει, ούτε και με τις αυτοκτονίες, ότι η πολιτική είναι που μας σκοτώνει. Και τα ‘πα στην κοπελίτσα εκεί δίπλα, αλλά αυτός ο σιχαμένος ο πρεζάκιας μας σταμάτησε, γιατί λέει μπορεί να πάθει τίποτα η έγκυος ή το κοριτσάκι που είδε την άλλη να πέφτει.

Και ξαφνικά άκουσα κάποια να φωνάζει να ουρλιάζει να σκίζεται το μέσα της και να ξεσπά σε κλάματα. Εκεί κοντά μου. Εκείδίπλαμου. Και μού κοπήκαν τα πόδια. Γιατί κάποια, λέει, είχε πέσεις στις γραμμές του μετρό. Και δεν έβγαλα άχνα και δεν την πλησίασα και δεν έκανα άλλη κίνηση από το να βγάλω το μπουκάλι με το νερό μου να το περάσουν στην κοπέλα που δεν είχε σταματήσει να φωνάζει. Και μου κοπήκαν τα πόδια. Άρχισα να τρέμω και να ζαλίζομαι. Και δεν είχαμε αέρα, γιατί έκοψαν το ρεύμα στον συρμό και ήμασταν μόνο με τα φώτα ασφαλείας. Και δεν ήξερα για ποιο πράγμα να λυπηθώ περισσότερο, για έναν άνθρωπο που πέφτει για να βρει το τελευταίο του καταφύγιο, για έναν άνθρωπο που βλέπει το κεφάλι ενός να συνθλίβεται ανάμεσα σε μέταλλα, για έναν άνθρωπο που παίρνει πάνω του το φορτίο του θανάτου ενός άλλου, για έναν άνθρωπο που λιποθυμάει γιατί είναι κλειστοφοβικός, για έναν άνθρωπο που δεν σταματάει να σκέφτεται την απελπισία και την μαυρίλα του κόσμου; Και ίδρωσα. Και ήθελα να έχω ένα μπαζούκα να τους γαζώσω όλους. Όλους εκτός από την κοπελίτσα και τον πρεζάκια που τους έκανε όλους να το βουλώσουν με την πιο απλή ατάκα ‘έχουμε και έγκυο και πανικοβλημένη εδώ μέσα, βουλώνετε τώρα’. Και η αναμονή ήταν τεράστια, ατελείωτη. Και γκρίζα.

Και από το πουθενά άκουσα ένα μεγάλο θόρυβο σα γδούπο και η κοπέλα απέναντι άρχισε να φωνάζει και να κλαίει και μας είπε ότι πήδηξε μια γυναίκα. (μάλλον αυτός ήταν ο γδούπος). Και τρέξαμε όλοι από πάνω της να την δούμε να την φροντίσουμε με τα έντρομα πρόσωπά μας. Και ήμασταν εκεί κοντά σαράντα αθρώποι πάνω από το κεφάλι της όσο φώναζε και ούρλιαζε και της λέγαμε να ηρεμήσει, όλοι με τα γουρλωμένα μάτια μας να την κοιτάνε. Για πάνω από δυο λεπτά. Και δεν ηρεμούσε. Και κάποια στιγμή από κάπου μακριά έφτασε ένα μπουκάλι με νερό, δεν ξέρω από πού. Και μετά έπρεπε να περιμένουμε σαράντα λεπτά μέσα στο τρένο χωρίς ερκοντίσιο χωρίς τίποτα τίγκα στον κόσμο για να μας βγάλουν έξω. Και δεν καταλαβαίνω γιατί δεν προχώρησε ο συρμός. Αφού από την άλλη πλευρά είχε πέσει αυτή. Εμείς θα μπορούσαμε να ‘χαμε φτάσει σύνταγμα. Και έχουμε και την άλλη την αντιδραστικιά που όταν το είπαμε αυτό δυο τρεις άνθρωποι που είχαμε να πάμε στις δουλειές μας μάς την είπε κι από πάνω ότι και καλά εδώ μπορεί να ‘χει πεθάνει ένας άνθρωπος και υπάρχουν και άλλοι τόσοι που το είδαν και θα το κουβαλάνε κι εμάς μας νοιάζουν μόνο οι δουλειές μας. Γιατί να μην με νοιάζει μόνο η δουλειά μου; Αυτή που πήδηξε ήθελε και το ‘κανε. Ηλίθια. Δηλαδή εμείς θα πρέπει να υποστούμε τις συνέπειες των πράξεων αυτών που δεν εκτιμάνε την ζωή; Δεν κατάλαβα. Όλη αυτή η ταλαιπωρία για έναν άνθρωπο που δεν εκτιμάει το θείο δώρο της ζωής; Γιατί; Και δεν της απάντησα γιατί είπα εντάξει ασ’ το να πάει στο δγιάολο. Και περιμέναμε να βγούμε.

Και ακούσαμε ξάφνου από το βάθος έναν πανικό, κάποια να φωνάζει. Και μετά από λίγο ο συρμός σταμάτησε στην μέση του τούνελ. Και από στόμα σε στόμα έφτασε και στ’ αφτιά μας η αυτοκτονία. Και ο κόσμος ήταν πανικόβλητος. Κάτι τέτοια πράγματα σε κάνουν να σκέφτεσαι. Και θέλω μόνο να γυρίσω σπίτι μου. Και πώς να περάσεις την τεράστια αναμονή; Κι έβγαλα το κινητό μου και άρχισα να τραβάω βίντεο και φωτογραφίες τα φοβισμένα καταθλιπτικά πρόσωπα, και την σειρά που ‘χε φτιάξει ο κόσμος για να βγούμε στο τούνελ να περπατήσουμε, και το τούνελ όσο προχωράγαμε προς τον σταθμό της ακρόπολης για να απεγκλωβιστούμε, κι αυτό το έβγαλα βίντεο. Και αυτή η τύπισσα μού φώναξε που τράβαγα με το κινητό, γιατί , λέει, είμαι αναίσθητος και δεν καταλαβαίνω. Και σήμερα φόραγα το καλό μου το κουστούμι και δεν μπορούσα να απλώσω το χέρι μου στον τοίχο του τούνελ, γιατί θα λερωνόταν, θα γινόταν μαύρο. Κι αύριο τι θα φορέσω στην δουλειά.

___________________________________________________Κιεκείπουφεύγαμε|ξαφνικά|είδαμιαγυναίκαναπέφτει.Καιτοκεφάλιτηςνασυνθλίβεταιπάνωσεμεταλλικέςράβδους.Κάτωαπόμεταλλικέςτροχιές___________________________________________________

εσπέχω

_MG_0691

κάθε μέρα ξύπναγε στις έξη και μισή. χωρίς ρολόγια, χωρίς ξυπνητήρια, χωρίς άκρα να τον σκουντάνε. κάθε μέρα στις έξη και μισή άνοιγε τα βλέφαρά του μέσα στο άγχος από τους εφιάλτες και δεν μπορούσε να ξανακοιμηθεί. ανεξαρτήτως της ώρας που είχε πέσει για ύπνο. κάθε μέρα το κεφάλι του έπαιζε ταινίες που τον τρόμαζαν και τον έπνιγαν για περίπου τέσσερις βδομάδες τώρα. το κεφάλι του βρήκε τον καλύτερο τρόπο να τον ξυπνάει χωρίς να τον μαθαίνει να μισεί κάποιον συγκεκριμένο ήχο, ρυθμισμένο σε συγκεκριμένες ώρες. δεν χρειάζονται ξυπνητήρια στην α(ν)εργία. μόνο οι εικόνες που γεννούσε το μυαλό του εκεί λίγο πριν αρχίσει να ξυπνάει ο περισσότερος κόσμος γύρω του αρκούσαν για να μην κοιμάται. παλιά πέταγε τις όποιες συσκευές χρησιμοποιούσε για το πρωινό ξύπνημα στον τοίχο. τις έκανε κομμάτια, τις αντικαθιστούσε, τις ξαναέσπαγε, έπαιρνε άλλες. σήμερα ξεκίνησε να φτιάχνει ψεύτικα κεραμικά κεφάλια-ομοιώματα του δικού του κεφαλιού, μικρές προτομές-καθρέφτες που χωράνε στην μια παλάμη κλειστή για να ‘χει να σπάει κάτι που να φταίει.
κάθε βράδυ γύρω στις δύο έκλεινε τα φώτα άνοιγε το παράθυρο και περίμενε να την πάρει ο ύπνος. ήταν κουρασμένη λιωμένη κλασμένη πιωμένη και ήθελε μόνο να κοιμηθεί για να σταματήσει να σκέφτεται. έκλεινε τα μάτια της αργά, άνοιγε το στόμα της στραβωμένο και η σκέψη της άρχιζε να πετάει από εδώ κι από κει σε ανθρώπους που ήξερε που θα μάθαινε στην πορεία που δεν θα έβλεπε ποτέ που θα έχανε που θα παράταγε που θα πλήγωνε που θα. ήθελε μόνο να σταματήσει να σκέφτεται μόνο να κοιμηθεί και να μην ελέγχει πια τι περνάει από το κεφάλι της να μην φιλτράρει τίποτα. αυτό το μικρό βουητό την έπιανε λίγη ώρα μετά τις δύο, κάθε βράδυ, αυτός ο θόρυβος στ’ αφτιά της την τρύπαγε απ’ την μια μεριά του κεφαλιού στην άλλη. και ξύπναγε πριν κοιμηθεί. και ξαναπροσπαθούσε και δεν τα κατάφερνε. κάθε μέρα για περίπου έξη βδομάδες τώρα δεν κοιμόταν πάνω από μιάμιση ώρα ανά εικοσιτετράωρο. και για όλα έφταιγε το βουητό αυτό στο κεφάλι της. σήμερα κατά τις δύο το βράδυ έβαλε τ’ ακουστικά στ’ αφτιά και στο ρηπήτ την ίδια κατάθλιψη. τουλάχιστον δεν θα ‘φταιγε ο θόρυβος.

χάρτινο σακουλάκι μίας χρήσης

βρήκα τα δόντια σου παραπεταμένα στο στόμα ενός άλλου

τα σάλιωσα προσεκτικά για να βρω κάτι δικό μου

μια πίκρα άλλο πράμα

 

τα δόντια σου γυαλίζαν και φαίνονται βρώμικα

στο φως της κίτρινης λάμπας του δρόμου

και ήθελα να τα βγάλω, να τα κάνω κολιέ με δύο σειρές

να φοράω το περίεργο χαμόγελό σου

 

φταίνε τα πολλά ζιγκ ζαγκ κι ο δρόμος μοιάζει ατελείωτος

ακόμη κι αν δεν ζαλίζομαι

ψάχνω το χάρτινο σακουλάκι μίας χρήσης μην τυχόν και

 

ξέρω, δεν.

και βάις βέρσα.

εκείνο το βράδυ, τον είχαμε ονομάσει γιάννη

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Αυτό που δεν σε καλύπτει. Αυτό που σε αφήνει μισό. Και νιώθεις λίγο εδώ λίγο εκεί λίγο αλλού. Ξέρεις, ότι δεν μπορείς να βρεις τον χώρο σου, ότι θες λίγο παραπάνω. Ή λίγο διαφορετικό. Γιατί ξέρεις ότι το καλύτερο ποτέ δεν θα είναι ΤΟ καλύτερο και πάντα θα θες κι άλλο και ποτέ δεν θα το βρίσκεις, οπότε καταλήγεις να θες το διαφορετικό. Κι αυτό καταλήγει μια ντόπα. Το δοκιμάζεις μία και σ’ αρέσει, αλλά πάντα κάτι σε χαλάει. Οπότε γυρίζεις. Επιστρέφεις στην βάση. Για λίγο πάντα. Καθαρά και μόνο επειδή η βάση είναι το γνωστό και το ξέρεις αρκετά και το βαριέσαι γρήγορα. Και ξαφνικά δεν την παλεύεις και θέλεις πάλι κι άλλο. Ένας κύκλος φυγής κι επιστροφής, σαν να ‘σαι φωτόνιο που αλλάζει ενεργειακή στιβάδα.

Για πόσο;

Αλλά η ντόπα αυτή που νιώθω κάθε φορά που φεύγω, κάθε φορά που βρίσκω τον εαυτό μου να αλλάζει μέσα στο καινούριο το διαφορετικό το ξένο το ίδιο το υγρό, εκείνη η ανάσα που παίρνω και νομίζω ότι αν είχα καθρέφτη μπροστά μου θα έβλεπα τις κόρες των ματιών μου να διαστέλλονται, όλο αυτό το ‘χω ανάγκη. Και δεν ξέρω γιατί. Και όλο αυτό το πόσο και το γιατί το νιώθω σαν φαγούρα στον εγκέφαλό μου.

Κι αρχίζω να πιάνω όλες τις πιθανές μεταβλητές που επηρεάζουν όλα αυτά μελετώντας όλες τις μνήμες που έχω στο κεφάλι μου ψάχνοντας μια πιθανή εξήγηση για το γιατί –επειδή το πόσο ποτέ δεν γίνεται να το ξέρω- και ποτέ δεν καταλήγω πουθενά. Κι ο λόγος που το κάνω είναι γιατί αυτό ξέρω να κάνω καλά: να σπάω τα πάντα σε κομματάκια και να αναλύω πραγματιστικά για να βρίσκω απαντήσεις στις πολλές μου απορίες. Και απλώς απογοητεύομαι που δεν βρίσκω απάντηση και καταλήγω να παρηγορώ τον εαυτό μου λέγοντας πως το θινγκ μου είναι να φεύγω. Πώς άλλοι γουστάρουν να παίζουν μουσική ή να ζωγραφίζουν; Έτσι κι εγώ γουστάρω να φεύγω.

Αυτά τα ολίγα, για το αρχείο.