κάθε μέρα ξύπναγε στις έξη και μισή. χωρίς ρολόγια, χωρίς ξυπνητήρια, χωρίς άκρα να τον σκουντάνε. κάθε μέρα στις έξη και μισή άνοιγε τα βλέφαρά του μέσα στο άγχος από τους εφιάλτες και δεν μπορούσε να ξανακοιμηθεί. ανεξαρτήτως της ώρας που είχε πέσει για ύπνο. κάθε μέρα το κεφάλι του έπαιζε ταινίες που τον τρόμαζαν και τον έπνιγαν για περίπου τέσσερις βδομάδες τώρα. το κεφάλι του βρήκε τον καλύτερο τρόπο να τον ξυπνάει χωρίς να τον μαθαίνει να μισεί κάποιον συγκεκριμένο ήχο, ρυθμισμένο σε συγκεκριμένες ώρες. δεν χρειάζονται ξυπνητήρια στην α(ν)εργία. μόνο οι εικόνες που γεννούσε το μυαλό του εκεί λίγο πριν αρχίσει να ξυπνάει ο περισσότερος κόσμος γύρω του αρκούσαν για να μην κοιμάται. παλιά πέταγε τις όποιες συσκευές χρησιμοποιούσε για το πρωινό ξύπνημα στον τοίχο. τις έκανε κομμάτια, τις αντικαθιστούσε, τις ξαναέσπαγε, έπαιρνε άλλες. σήμερα ξεκίνησε να φτιάχνει ψεύτικα κεραμικά κεφάλια-ομοιώματα του δικού του κεφαλιού, μικρές προτομές-καθρέφτες που χωράνε στην μια παλάμη κλειστή για να ‘χει να σπάει κάτι που να φταίει.
κάθε βράδυ γύρω στις δύο έκλεινε τα φώτα άνοιγε το παράθυρο και περίμενε να την πάρει ο ύπνος. ήταν κουρασμένη λιωμένη κλασμένη πιωμένη και ήθελε μόνο να κοιμηθεί για να σταματήσει να σκέφτεται. έκλεινε τα μάτια της αργά, άνοιγε το στόμα της στραβωμένο και η σκέψη της άρχιζε να πετάει από εδώ κι από κει σε ανθρώπους που ήξερε που θα μάθαινε στην πορεία που δεν θα έβλεπε ποτέ που θα έχανε που θα παράταγε που θα πλήγωνε που θα. ήθελε μόνο να σταματήσει να σκέφτεται μόνο να κοιμηθεί και να μην ελέγχει πια τι περνάει από το κεφάλι της να μην φιλτράρει τίποτα. αυτό το μικρό βουητό την έπιανε λίγη ώρα μετά τις δύο, κάθε βράδυ, αυτός ο θόρυβος στ’ αφτιά της την τρύπαγε απ’ την μια μεριά του κεφαλιού στην άλλη. και ξύπναγε πριν κοιμηθεί. και ξαναπροσπαθούσε και δεν τα κατάφερνε. κάθε μέρα για περίπου έξη βδομάδες τώρα δεν κοιμόταν πάνω από μιάμιση ώρα ανά εικοσιτετράωρο. και για όλα έφταιγε το βουητό αυτό στο κεφάλι της. σήμερα κατά τις δύο το βράδυ έβαλε τ’ ακουστικά στ’ αφτιά και στο ρηπήτ την ίδια κατάθλιψη. τουλάχιστον δεν θα ‘φταιγε ο θόρυβος.