καρφίτσα #18

περνάμε τις μέρες μας σε δωμάτια δανικά με ανθρώπους πολλαπλών χρήσεων κυνηγώντας εφήμερες ηδονές πρόσκαιρες ευτυχίες ψάχνοντας μια ιδανική μονιμότητα

ξυπνάμε σε στρώματα σέκοντ χαντ κουλουριασμένοι μέσα στα σλίπινγκ μπαγκ μας τραβώντας τις τσίμπλες από τα βλέφαρα -με τον μέσο και τον παράμεσο πάντα- για να κοιτάξουμε τους άγνωστουςαλλάπάνταγνωστούς που υπνοβατούν γύρω μας

περπατάμε μέσα σε τσιμεντένια κλουβιά σχηματίζοντας πολύγωνα στην προσπάθειά μας να πέσουμε πάνω σε -ή κάτω από- όλους εκείνους που τοποθετούμε στην ανθρώπινη βερσιόν της συλλογής μας από λέγκο

ξεδιάντροπα | χωρίς αιδώ | αναίσχυντα | πρόστυχα | υγρά

ipp_0104  ipp_0101

ipp_0183  epp_0223

epp_0243   epp_0346

epp_0239  gpp_0020

DSCF6336               DSCF6340

στη μέση του χώρου

Είναι λέει μια μικρή πόλη κάπου στην μέση του κόσμου, δίπλα σε μια πόλη δεκάδων εκατομμυρίων. Φτιάξε εικόνα: αυτή η μικρή πόλη –λέει- αποτελείται από χιλιάδες πανομοιότυπα οικήματα τοποθετημένα σε στήλες/γραμμές σε ίσες αποστάσεις το ένα από το άλλο. Κι όλα αυτά τα σπίτια καταλήγουν να σχηματίζουν το μεγαλύτερο τετράγωνο του κόσμου φτιαγμένο από τούβλα και μπετά. Ανά σειρές, μού είπαν, έχουν και διαφορετικά χρώματα, απ’ αυτά τα νεκρά θαμμένα καφέ και σομόν και εμετί, σαν το σάβανο του οπτικού φάσματος. Αυτή η πόλη, που λες, είναι γνωστή ως πόλη-φάντασμα. Δεν υπάρχει ως πραγματική πόλη όπως την ξέρουμε εγώ κι εσύ. Δώσε βάση, αυτά τα σπίτια είναι προς ενοικίαση, όχι όμως τύπου βρήκα το σπίτι μου κι αράζω και το κάνω και δικό μου. Είναι τύπου για ένα μήνα, δυο, έξι, για εργάτες που σκάνε μύτη στο άκυρο. Ή για τύπους που σκάνε να δουλέψουν στο κοντινό μεγαθήριο και δεν έχουν πάρει γραμμή ότι οι αποστάσεις είναι τεράστιες, οπότε καταλήγουν μετά από λίγες βδομάδες να την κάνουν γιατί δεν την παλεύουν στην μέση του πουθενά. Εκεί, λοιπόν, την μέρα δεν βλέπεις κανέναν. Απ’ όταν ξημερώσει μέχρι να πέσει ο ήλιος οι δρόμοι είναι άδειοι, και τα τεράστια λυόμενα σπιρτόκουτα είναι όλα άδεια. Περπατάς σε δρόμους με τους ίδιους κήπους, τους ίδιους τοίχους, τα ίδια αλουμίνια ακόμη-ακόμη και τις ίδιες κουρτίνες και το μόνο που αλλάζει ανά εκατοπενήντα μέτρα είναι το χρώμα. Σκέψου αίσθηση φίλε μου, είναι σαν αυτά τα γκιφάκια που δεν σταματάνε ποτέ, που βλέπεις τον δρόμο να πηγαίνει και να πηγαίνει και να πηγαίνει και να μην σταματάει ποτέ. Με τον ήλιο να σου δέρνει το κεφάλι και να νιώθεις ότι τρως την χειρότερη μαστούρα που έχεις φάει ποτέ κι εσύ να προχωωωράαααααας… Μέχρι να βραδιάσει και ο κόσμος να γυρίσει σπίτι. Για να δει τηλεόραση και να κοιμηθεί. Να κοιτάς από ψηλά όλους αυτούς τους τύπους με τους αριθμούς γραμμένους στο μέτωπό τους να μπαίνουν στα σπίτια τους λες κι είναι μυρμήγκια που χώνονται στις τρύπες τους με το φαΐ στην πλάτη. Γρήγορα. Ο ένας πίσω από τον άλλον. Και κάθε μέρα το ίδιο. Οι ίδιες αποστάσεις, οι ίδιες πορείες χωρίς παρεκκλίσεις, η ίδιες κινήσεις, το ίδιο ωράριο. Τα όλα σου ίδια. Αυτές είναι πόλεις-φαντάσματα φίλε μου, όχι τα ερείπια και τα εγκαταλελειμμένα κωλοχώρια. Πόλεις φαντάσματα στην μέση του  χώρου κι εσύ να περιπλανιέσαι αέναα ανάμεσα σε πανομοιότυπα κτήρια.

καρφίτσα #17

Έτσι όπως πετάγαν τα ρούχα τους γρήγορα και σκίστηκαν λίγο οι ραφές, χαλάρωσαν λίγο τα κουμπιά σκέφτηκε πως οι αισθήσεις είναι μαγικό πράμα. Την τράβηξε απ’ τα μαλλιά και την έσπρωξε πάνω στον τοίχο χώνοντας τα δάχτυλά του όλο και πιο βαθιά στην χαίτη της. Βούτηξε την γλώσσα του στο λαρύγγι της και την κάρφωσε με δύναμη.

 

 

Της είπε

[σ’ αρέσουν τα χρώματα καργιολάκι;]

 

|Ή τουλάχιστον αυτό άκουσε εκείνη|

 dpp_0006 dpp_0012                    dpp_0014 dpp_0020                             dpp_0022 dpp_0023

dpp_0035   dpp_0036   dpp_0038 dpp_0040        dpp_0041 dpp_0042         dpp_0045 dpp_0046 dpp_0047 dpp_0052                     dpp_0008