Είναι που μου λείπει η αγκαλιά σου που μπορεί να μην μου την έδινες πολύ συχνά, αλλά όταν το έκανες ήταν λες και ήμουν κάμπια σε κουκούλι. Ήμουν αλήθεια κάμπια. Άσχημη και βρωμιάρα, όλοι με πατάγανε από απέχθεια ή απλά για να παίξουν. Όπως τότε που εμείς παίζαμε στο λοφάκι που υπήρχε δίπλα στο προαύλιο του σχολείου, αυτό με τις βελανιδιές και τα ψηλά κάγκελα βαμμένα μπλε, απ’ αυτό το μπλε που σου θυμίζει ότι «πρέπει να ‘σαι πατριώτης παιδί μου», και λίγο πιο πάνω από το τσιμεντένιο βερικοκί προς εμετί πηχάκι που χώριζε το έξω σε τρεις ζώνες:
ΑΥΛΗ
—————————————–
ΒΕΛΑΝΙΔΟΛΟΦΑΚΙ
—————————————–
ΚΟΣΜΟΣ
Και τρέχαμε έξω, εκεί κοντά στον απρίλη ή τελοσπάντων μια άνοιξη, καταλαβαίνεις, αυτήν την ενοχλητική εποχή που δεν ξέρεις τι να φορέσεις, τότε που το μετρό βρωμάει σαν χυσαμόλια μηνών μαζεμένα σε βαζάκι. Τότε τελοσπάντων εμείς πηγαίναμε στο λοφάκι για λίγη σκιά και για να πατήσουμε κάμπιες ψάχνοντας να εκδικηθούμε για τα κοκκινάδια στα μπούτια μας. Α, και να κοιτάξουμε ένα κομμάτι κόσμου. Τότε ο κόσμος ήταν σαν ζαχαρόπαστα που καλύπτει μια τούρτα, σαν να ‘μασταν εμείς στο μέσα της τούρτας και ο κόσμος το απ’ έξω της, αυτή η λιχουδιαστή κρύα ζύμη, που όταν τη δοκιμάζεις νιώθεις έναν μικρό γευστικό οργασμό. Ε εμείς που ήμασταν το μέσα, τρώγαμε χώμα, βελανιδοβελόνες και φαγούρα καμπίσια μπας και καταφέρουμε –κάποτε- να χορτάσουμε λίγο έξω. Και τον παίζαμε φαντασιακά σκεπτόμενοι έναν κόσμο γεμάτο πορτοκάλια και γαμήσια. Και γαμήσια πάνω σε πορτοκάλια. Και πορτοκάλια γαμηστερά. Και γενικώς όλη αυτήν την καύλα που μυρίζει όξινο. Σκοτώνοντας κάμπιες.
Τα κουκούλια βέβαια, ποτέ δεν τα πειράζαμε. Όλα κι όλα. Είχαν αυτό το πρεστίζ του πλεκτού από μετάξι και δεν τ’ άγγιζε κανείς. Ίσως είναι που γυαλίζανε πού και πού στο φως και ως κλασικοί πίθηκες εμείς χάφταμε την ψευτιά, εξάλλου ήμασταν ήδη συνηθισμένοι σ’ αυτό. Τι πέντε τι δέκα τι δύο χρονώ στο ίδιο μονότονα παθητικό θέαμα εκτιθόμασταν από πάντα. Ίσως, βέβαια, και να έφταιγε που μοιάζαν σαν βαμβάκι και ποιος το χέζει το βαμβάκι, σιγά τον εχθρό, τι να κλάσει. Μπορεί να ‘ταν και που το δικό μου σχολείο ήταν κότες, όπως έλεγε το δεύτερο δημοτικό Μ. (για ευνόητους λόγους το σχολειό θα παραμείνει ένα μι με μια τελεία, σαν να λέμε λογοκριμένη μαλακία –όπως όταν γράφεις στο γουόρντ και σου σπάει τα παπάρια με τις κόκκινες πουτσοτριχόγραμμες). Εκείνοι, λοιπόν, ήταν σόρτ οφ οι ανθρώπινες κάμπιες μας. Επειδή ήταν σε χαλημότερο επίπεδο λόγω κατηφόρας τρώγανε όλα τα νεράτζια στο κεφάλι. Ε, και φυσικά τα παίρνανε και προσπαθούσαν να μας πετάξουν κι αυτοί νεράτζια, αλλά σιγά μην φτάνανε στα έξι μέτρα ψηλά. Γέλια που κάναμε, θυμάμαι. Ε, και τους γαμάγαμε γενικώς στον νερατζοπόλεμο, όχι για κανέναν άλλον λόγο απλώς γιατί βρεθήκαμε τυχαία πιο ψηλά.
Νομίζω ότι το σχολείο ήταν επίτηδες φτιαγμένο σε κλίση για να μας θυμίζει σε όλα εμάς τα φιλότιμα και καλά παιδάκια ότι η ζωή άλλους τους ρίχνει στα ψηλά, άλλους στα χαμηλά, ε και να μην τα πολυλογούμε, αυτοί που είναι στα πιο ψηλά θα στον καρφώνουν ασάλιωτο τόσο όσο μέχρι ( ). Ας πούμε ότι ακόμη κι η κατασκευή του σχολείου πρέπει να σου θυμίζει να γίνεις κουκούλι κι όχι κάμπια γιατί αλλιώς την έκατσες την βάρκα. Γιατί την κάμπια θα την ποδοπατήσουν κάποιες άλλες κάμπιες που ανήκουν σε άλλες κάμπιες και πάει λέγοντας έτσι βαρετά. Εκτός και αν τυλιχτείς με γυαλιστερά εξώφυλλα. Εκτός κι αν γίνεις σα λατέρνα, μια κιτς εκδοχή του πάντα καμπίσιου εαυτού σου. Τότε θα επιβιώσεις.
Εσύ όμως πάντα με έβλεπες σαν κάμπια γυμνή και με αντιμετώπιζες έτσι. Με αγάπησες για την ασχήμια μου και το γλοιώδες έρπον κορμί μου. Κι όταν σερνόμουν πάνω σε πέτρες και χώματα μου έλεγες «πάντα έτσι να μείνεις, πάντα έτσι να σέρνεσαι. Μπορεί να αναζητάμε τα φτερά γιατί δεν τα ‘χουμε, αλλά το λάθος μας είναι ότι δεν έχουμε καταλάβει πως ποτέ δεν θα τα αποκτήσουμε» κι εγώ δεν έπιανα ακριβώς τι μου έλεγες, ή τελοσπάντων τι εννοούσες.
Αλλά τώρα τα πράγματα αλλάξανε. Τώρα πια ξέρω ότι μόνο κάμπιες θα μείνουμε, για τόσο όσο μέχρι ( ). Και χαίρομαι, μωρό μου που θα ‘μαστε τόσο δυνατοί μέσα στην ελαχιστότητά μας, που θα προκαλούμε την απέχθεια και τον φόβο μόνο με την ύπαρξή μας στο οπτικό πεδίο των άλλων. Χαίρομαι, μωρό μου, που ξέρουμε –πλέον- ποιοι είμαστε. Το μόνο που μου λείπει, ρε παιδί μου, -και αυτό μόνο καμιά φορά στα δύσκολα και στα μαύρα- είναι το δερμάτινο κουκούλι που έφτιαχνες με τα χέρια σου και με τύλιγες. Έτσι, για να γελάσουμε έστω για λίγα δευτερόλεπτα με αυτούς που μας παρατηρούν με περιέργεια και θαυμασμό σαν χάνοι, να δούμε πως μοιάζουν οι ηλίθιοι ενώ περιμένουν με απόλυτη σιγουριά να γίνουμε πεταλούδες. Δεν θέλω να γίνω πεταλούδα, μανάρι. Κάμπια θέλω να μείνω. Απλώς, να. Αυτό που με μπερδεύει είναι που όταν μου πλέκεις εκείνο το κουκούλι δεν με νοιάζει να φάω καμία ζαχαρόπαστα.