Βαρέθηκα να σου στέλνω γράμματα μωρό μου. Βαρέθηκα να σου λέω λεξούλες και να μην μπορείς ποτέ να καταλάβεις τι εννοώ. Βαρέθηκα ρε μαλάκα.
// έκανα ένα βήμα πίσω κι έπιασα το ξυλάκι
η μύτη του άγγιξε το πάτωμα
ζωγράφισα την γραμμή στραβάάνισαάδικα
και χώρισα την γη στα δύο//
Βαρέθηκα να σε βλέπω να γκρινιάζεις και να μην παίρνεις χαμπάρι ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι για μας. Ή εμείς δεν είμαστε για αυτόν. Ή δεν είμαστε για τίποτα. Βαρέθηκα να σε ακούω να φωνάζεις τις νύχτες στον καθρέφτη απέναντί σου λες και περιμένεις το είδωλό σου να ανεξαρτητοποιηθεί, σε μια παραληρηματική ψευδαισθησιογόνα εξέγερση. Βαρέθηκα.
// κοίταξα την γραμμή κι εσένα να πλαισιώνεις το οπτικό μου φόντο
κοίταξα πίσω μου μπας και καταλάβω πως με βλέπεις εσύ
έκανα ένα τσακ και πήδηξα στον αέρα
προσγειώθηκα με τα δυο πόδια στην απέναντι πλευρά
κοίταξα μπροστάπλάιμπροστάάλλοπλάι
και δεν σε βρήκα//
Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια. Βαρέθηκες τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια. Μας βαρεθήκαμε. Και δεν έχω άλλες αντοχές να εξηγώ τα τεκμηριωμένα και τα ανεξήγητα. Όχι άλλες κουβέντες. Βαρέθηκα.
// γύρισα προς τα πίσω και σε είδα
να έχεις πηδήξει στην άλλη μεριά
να έχεις προσγειωθεί με τα δύο πόδια στο άλλο κομμάτι γης
πάντα συγχρονιζόμασταν
αυτό είναι το πρόβλημα, τελικά//
[είπα να σου δείξω κάτι μικρό ξένο αλλά δικό μου]