πεταμένα κουτάκια μπύρας από δω κι από κει ξεμέθυστα τασάκια τίγκα στην βρωμόσκονη και τις στάχτες παντού απλυσιά και κατάντια οι μισοί πεταμένοι στο πάτωμα κι οι άλλοι μισοί στο μπαλκόνι να ατενίζουν την νύχτα που γίνεται μέρα πνιγμένοι στους εμετούς τους. προσπέρασε τα πτώματα που ροχάλιζαν μεγαλειωδώς στο σαλόνι του σκοντάφτοντας πάνω τους πατώντας ρούχα και πανιά και χέρια χωρίς να τον νοιάζουν τα αχ βαχ και τα κοιμισμένα γαμωσταυρίδια των λιωμένων κούτσουρων. έφτασε στο μπάνιο και αντίκρυσε την βουλωμένη χέστρα να ξεχυλίζει με εμετούς και αίματα και σκατά και ευκοίλιες που βρωμάγαν ποτίλα και μες στην θολούρα του είπε δεν γαμιέται και κάθισε στον θρόνο του τρέινσπόττινγκ. ένιωσε λίγο περίεργα σαν να το είχε ξανακάνει σαν να ‘ταν ρέντον αλλά δεν ήταν προφανώς κάτι περισσότερο από μια κακιά κόπια του και μόνο στιγμιαία. και με το που η κωλοχαράδρα του χτύπησε επιφάνεια βόθρου πετάχτηκε στον αέρα. όχι δεν είναι ρέντον ούτε όσκαρ είναι που δεν θα ‘θελε να ‘ταν για να λέμε την αλήθεια αλλά στην χειρότερη τι να κάνεις θα το δεχτείς. αρκεί να ‘σαι πρωταγωνιστής. ψάχτηκε που να χέσει μέσα στο μπάνιο και βρήκε την τέλεια λύση. έσκαψε στο λεκανάκι κι έκανε πέρα τις σκόνες γονάτισε κι έριξε το βάρος στα δάχτυλα των ποδιών του και έσκασε η κουράδα μεγάλη και καφέ μετά από την κλανιά βροντή που ξύπνησε κάνα δυο από τα πτώματα του σαλονιού. με ευχαρίστηση σκούπισε τον κώλο του με ό,τι βρήκε πρόχειρο δηλαδή με το συρματάκι για τα ταψιά αλλά ποιόν τον νοιάζει στην τελική το τσούξιμο μέσα στο κάψιμο του χανγκόβερ σ’ ένα υπερθεαματικό κινηματογραφικό χέσιμο κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. γυρνώντας το κεφάλι στα δεξιά πέτυχε τον γάτο του σπιτιού στο παράθυρο να τον παρακολουθεί με την γαμηστερότερη γουάτ δε φακ φάτσα έβερ. συνειδητοποίησε ότι ναι ρε φίλε είναι πρωταγωνιστής και να πάνε όλα να γαμηθούνε. όπως και να ‘χει ο μάγκας στο παραθύρι του έλεγε ότι γούσταρε πάντα να βλέπει αριστόγατους να χέζουν στον δικό του θρόνο.