Fuga

Μυρίζει καπνός παχύς, από αυτούς που κολλάνε στην μύτη. Στάχτες πέφτουνε στα μαλλιά μου. Οι ναοί στον λόφο ψηλά λάμπουν και είναι κόκκινοι. Δεν έχω που να πάω. Στα αριστερα μου παραμονεύουν άντρες πολλοί, μας κοιτάνε πίσω από τις μάσκες τους. Στα δεξιά μου εφτά καλόγριες έχουν στηθεί με αλυσίδες και μας περιμένουν. Δύο φλεγόμενοι πυλώνες πετάνε στον αέρα, αφήνουν πίσω τους μια ουρά στον σκοτεινό ουρανό και κάνουν ελεύθερη πτώση με προορισμό τα κεφάλια μας. Πηδάω ευθεία μέσα στη φωτιά.

[Μαύρο]

Ξυπνάω σε ένα ξύλινο σπίτι, μικρό και ακατάστατο. Στο κομοδίνο υπάρχει ένας καφές που αχνιζει. Ο δραπέτης, καταδικασμένος σε ισόβια, έχει φτιάξει το αμάξι μου, μου έχει ετοιμάσει πρωινό και περιμένει στο τραπέζι της κουζινας. Τρώμε το ξεροψημενο ψωμί με την μαρμελαδα μύρτιλο χωρίς να μιλάμε. Σπρώχνει ένα φάκελο προς το μέρος μου και φεύγει.

[Λευκό]

Ο ουρανός είναι μπλε με όγκους γκρίζους που ακόμα αιωρούνται, σαν πάπλωμα πουπουλένιο. Η πόλη από μακριά μοιάζει κονσέρβα πνιγμένη σε ενα ατελείωτο πράσινο. Με έναν καινούριο χάρτη στο δεξί, με σημειώσεις από κάποιον άλλον, χωρίς κάποια πορεία χαραγμένη, και το κλειδί στο αριστερό, ανοίγω την πόρτα του αμαξιού. Μυρίζει λάδι και βενζίνη. Βάζω μπροστά.

ΥΓ: Μας εύχομαι πάντα δραπέτες στις φωτιές.