καρφίτσα #31

Πάλι δεν σημείωσα τ’ όνειρό μου. Το ‘χα εδώ στα χείλη, το έπαιζα σε επανάληψη στο μυαλό μου, με τα μάτια κλειστά, με την σιγουριά ότι δεν ήταν αναγκαίο, θα το θυμόμουν. Αλλά κάπου ξεγλίστρησε σαν σαλάκι πάνω στο μαξιλάρι, πότισε για λίγο την σκέψη μου κι έπειτα εξατμίστηκε. Η αλήθεια είναι πως όσο έπαιζα στο μυαλό μου το όνειρο στο ριπίτ, σκεφτόμουν ότι δεν υπήρχε λόγος να το γράψω, δεν είχε κάτι περισσότερο από τον σκοπό που εξυπηρετούσε: να καθαρίσει το μυαλό μου από την κουραστική ανία μιας επίπεδης καθημερινότητας.

Το πρώτο όνειρο που έγραψα στο ημερολόγιο ονείρων μου ήταν: «το καπέλο του Μπαμπαντούκ – η Έλενα στην παραλία». Το δεύτερο ήταν μια μικρή παράγραφος, αν δεν με ξεγελάει η μνήμη μου. Από εκεί και πέρα, οι ιστορίες περιπλέκονταν. Με το σημειωματάριο πάνω στο ξέστρωτο κρεβάτι και το στυλό να τρέχει άτσαλα πάνω στο χαρτί, έγραφα σελίδες επί σελίδων, χωρίς ν’ ανοίγω τα βλέφαρα μην και προλάβουν να δραπετεύσουν οι εικόνες από τις κόγχες μου. Άπαξ και αρχίσεις την καταγραφή ονείρων, είναι δύσκολο να τη σταματήσεις. Σταματάς γιατί είσαι ευτυχισμένος ή επειδή σε τρομάζει ο βυθός και η μαυρίλα του που έχουν στηθεί μπροστά στα μάτια σου.

Ξέρεις, στον βυθό δεν ακούς σχεδόν τίποτα πέρα από χαλίκια και την άμμο να χορεύουν το ένα πάνω στο άλλο. Σκοντάφτουν καμιά φορά πάνω σε τσίγκινα κουτάκια και πλαστικά μπουκάλια, πεταμένα για χρόνια να γεμίζουν το υγρό κενό σου. Τα ψάρια που περνούν από κάτω σου –ή δίπλα σου αν καταφέρεις να τα πείσεις ότι είσαι δικός τους– είναι σαν την σκιά σου σε μια καταφώτιστη αίθουσα και οι μπουρμπουλήθρες που βγάζουν είναι άηχες βόμβες ναπάλμ. Κι αν πας ακόμη πιο βαθιά, όταν έχει πλέον συνηθίσει η όρασή σου στην απουσία φωτός, το μόνο που σου μένει για να βρεις το δρόμο της εξόδου, είναι αυτοί οι ξεροί ήχοι που κάνουν τα πετραδάκια όταν βρίσκουν σε κάτι άψυχο. Την πρώτη φορά που ένας τέτοιος ήχος γέμισε τ’ αφτιά μου, νόμιζα ότι ήταν αλάτι που κάποιος έριχνε με την σέσουλα στην θάλασσα. Σκέφτηκα ότι ψάχνει να φτάσει στον πάτο, να κρυφτεί κάτω από κάποιο κουφάρι ή μέσα σε κάνα κοχύλι, μπας και σωθεί από το αναπόφευκτο της ολοκληρωτικής διάλυσης: μια υποχρεωτική ένωση όπου και οι δυο σταματάνε να είναι μονάδες και παραδίνονται στην διαιώνιση μέσω της μετάλλαξης. Μετά κατάλαβα ότι το μόνο που μπορεί να κάνει ήχο στον βυθό είναι η κρούση.

Κι έτσι, κάθε βράδυ, βουτάω μέσα μου, πιάνω πάτο και ψάχνω στα τυφλά να βρω την έξοδο. Τεντώνω το καλό αφτί μου για να πιάσω καλύτερο σήμα και να καταγράψω όλες αυτές τις μικρές ή μεγάλες συγκρούσεις, τον δικό μου μίτο σ’ έναν υδάτινο λαβύρινθο. Και να σου πω πιο είναι το πιο τρομακτικό; Σε τούτον τον κόσμο δεν υπάρχουν τοίχοι για να κρυφτείς από το τέρας που κυνηγάς.