
ή
καρτ ποστάλ ευδαιμονίας
Το περίεργο με τα κτελ είναι ότι ποτέ δεν βρίσκονται σε όμορφα μέρη. Δεν είναι καν μέρη, είναι αιωρούμενοι χώροι σε συνεχή μετάβαση. Ποιος αποφάσισε να βρίσκονται στα πιο άκυρα σημεία; Θα έλεγε κανείς ότι θα έπρεπε να βρίσκονται στην καρδιά της πόλης, να φτάνει ο άλλος και με το που κατεβαίνει να νιώθει τον παλμό της ακούρδιστης ορχήστρας του κόσμου. Αυτής που δεν περπατάει ρυθμικά ούτε συγχρονισμένα, αλλά ακατάστατα, σέρνοντας το βήμα, πηδώντας πάνω από λακκούβες γεμάτες νερό, τραβώντας καροτσάκια με λαχανικά, προσπερνώντας τους άλλους με φακέλους παραμάσχαλα, αργοπορώντας ενώ χτυπά το τακούνι σε μια προσπάθεια να βγάλει τον μέσα χρόνο του στο έξω. Αυτός που έφτιαξε την έννοια των κτελ αποφάσισε να μην το βιώσει αυτό ο νεοφερμένος. Πήγε, λοιπόν, και τα έβαλε στα πιο ανήκουστα μέρη: σε ένα στενάκι πίσω από το δευτερότριτο κατάστημα του οτέ, δίπλα σε μια τεράστια λεωφόρο στα προάστια της πόλης, δίπλα στην παραλιακή από την πίσω πλευρά όπου δεν έχει τίποτα πέρα από υπηρεσίες και γηπεδάκια. Σ’ αυτά τα τελευταία βρίσκομαι τώρα. Όχι, δεν ταξιδεύω ούτε έφτασα από κάπου. Βγήκα να περπατήσω εκεί όπου η φλέβα της πόλης δεν φτάνει. Έφτασα απ’ έξω και σκέφτηκα για λίγο μήπως πάρω το πιο φτηνό εισιτήριο για το επόμενο λεωφορείο και φύγω. Έψαξα τις τσέπες μου, αλλά το μόνο που κουβαλάω πάνω μου είναι τα κλειδιά και τα τσιγάρα μου. Κυριακή απόγευμα, λίγο πριν πέσει ο ήλιος, κάνα δυο βαριεστημένοι τύποι να περνάνε ανά μισάωρο, οι κινητήρες των λεωφορείων να ζεσταίνονται, κι εγώ εδώ να μην έχω πού να πάω. Περνάω τον δρόμο για να βρεθώ δίπλα στην θάλασσα. Το τοιχάκι που χωρίζει την ακτή από τον δρόμο δεν είναι τόσο ψηλό κι ανεβαίνω πάνω όπως-όπως. Κάθομαι με τα πόδια ανοιχτά να αγκαλιάζουν την πέτρα, η μισή να κοιτάζω τα λεωφορεία που μπαινοβγαίνουν απ’ τον σταθμό κι άλλη μισή το φως του ήλιου που κάνει το μπλε να γυαλίζει. Με την αριστερή μου πλευρά να κοιτάζει την ασταμάτητη κανονικότητα αυτού που έχουμε φτιάξει ως ζωή και την δεξιά να ατενίζει μια αδιάκοπη κίνηση ανεξαρτήτως ανθρώπων, πόλης, παλμού και φτηνών εισιτηρίων, αναρωτιέμαι αν ποτέ θα γινόταν να σμίξουν αυτά τα δύο, να γίνουν ένα μίγμα από πέτρες, ανυπομονησία, φως και καπνό. Γυρνάω την πλάτη μου στα κτελ και κοιτάω ευθεία τον ήλιο να βουτάει στο νερό και φαντασιώνομαι αυτήν την ακατάληπτη ιδέα, σαν χαμένη σε τρανς. Το λεωφορείο που φεύγει πίσω μου παίζει την κόρνα–ποιος μας εγγυάται ότι τούτη η εξωπραγματική σούπα θα ’ταν νόστιμη;
Ꙭ
Μυρίζεις αλμύρα. Σαν να έχεις κολλημένο πάνω στο κορμί σου ένα χοντρό πανί μουλιασμένο σε ιδρώτα και ωκεανό. Η ζέστη είναι αφόρητη, τα ρούχα μας έχουν γίνει ένα με το πετσί μας και τώρα απλώς θέλω να τα βγάλω. Κατεβάζεις μια τζούρα, την κρατάς στα πνευμόνια σου κι ύστερα βήχεις για να σωθείς από βέβαιο πνιγμό. Γελάω με την καρδιά μου. Το φεγγάρι πίσω από το κεφάλι σου κάνει το περίγραμμά σου να λαμπυρίζει, μικρές πυγολαμπίδες ξεφεύγουν από τα μάτια σου κάθε που κουνιέσαι προς το φως, και τα δόντια σου φωσφορίζουν όσο μου χαμογελάς. Μία-μία οι σπίθες που εκτοξεύονται γύρω σου κάνουν τα μάτια μου να ανοίγουν διάπλατα, σαν να θαυμάζω για πρώτη φορά το ατελείωτο του κόσμου μας. Αφήνω τα δάχτυλά μου να γλιστρήσουν στο υγρό δέρμα σου, αγκαλιάζω με το χέρι μου τους μύες σου, τους ζουλάω ψάχνοντας μια τρύπα να μπω μέσα τους, να γίνω μέρος σου. Η ανάσα σου μυρίζει φρεσκοκομμένο καπνό και φτηνή μπύρα. Όταν ενώνεται με την ξινίλα της δικιάς μου, φτιάχνουν ένα μεταλλικό κοκτέιλ που εκρήγνυται στις γλώσσες μας. Ο χρόνος έξω από εμάς συνεχίζει να κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις, όπως μπορεί: τα κύματα να σκάνε στην βρεγμένη άμμο, το φεγγάρι να γέρνει πίσω από τα βράχια, τα ξένα πόδια να σέρνονται στην ακτή. Και εμείς τον παρακολουθούμε από μια στατική γωνιά, ντυμένοι έρωτα και την βεβαιότητα ότι δεν θα μας βρει ποτέ εδώ που κρυφτήκαμε. Πετάω τα ρούχα μου και τρέχω στην παραλία. Τα πόδια μου βουλιάζουν και πέφτω στα γόνατα, μόνο για να ξανασηκωθώ, να ξανακάνω το ίδιο λάθος, να με κυνηγήσεις όσο γελάω έξαλλη. Με πλησιάζεις και σου τ’ ορκίζομαι πως βλέπω να με αγγίζεις πολύ πριν το κάνεις, σαν να ’χες βγει από το σώμα σου και να ήσουν ήδη κοντά μου. Σου λέω να βουτήξουμε, τώρα, την νύχτα, στην ίδια θάλασσα που το πρωί πήγε να με καταπιεί. Δεν με αφήνεις, θα ήταν αλόγιστος ο χαμός αν και ποιητικός. Συνέρχομαι. Το ασημένιο φως που τώρα μας χτυπάει την πλάτη είναι το μόνο που υποδεικνύει ότι δεν θα ξεφύγουμε από τα νύχια του χρόνου.
Ꙭ
Αριστερό πόδι πατάει πεντάλ. Δεξί χέρι αλλάζει από δευτέρα σε τρίτη. Δεξί πόδι πατάει πεντάλ και αριστερό ξαμολιέται στο πλάι. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά στο στήθος μου, αλλά λίγες μέρες πριν θα το σφυροκοπούσε, θ’ άνοιγε μια τρύπα στο στέρνο μου και θα χυνόταν πάνω στο τιμόνι. Τώρα απλώς μου θυμίζει ότι είμαι ακόμα καινούρια. Κοιτάω όσο πιο πολύ μπορώ στο βάθος, αλλά το βλέμμα μου δεν φτάνει πολύ μακριά, το κόβουν οι στροφές που έρχονται. Δεν μπορώ να κοιτάξω τον χάρτη, κι όταν ρίχνω κάνα βλέμμα από το παράθυρο, νιώθω το αμάξι να γλιστράει στα πλάγια. Μόνο κλεφτές ματιές ρίχνω και μετά το μετανιώνω. Καλύτερα να κοιτάω μπροστά, καλύτερα να ξέρω πού πηγαίνω. Έτσι κι αλλιώς, δεξιά, αριστερά κι ευθεία, εδώ είναι το ίδιο πράγμα: ένα φωσφοριζέ πράσινο να γεμίζει τον τόπο, να τυλίγεται σε κορμούς δέντρων που έχουν λυγίσει πάνω από την επαρχιακή οδό κι έχουν φτιάξει ένα λαχανί ταβάνι που αφήνει μόνο μερικές αχτίδες φωτός να φωτίσουν την άσφαλτο. Τα χέρια μου γέρνουν δεξιά και στην κορυφή της στροφής αρχίζουν να λασκάρουν. Το τιμόνι γλιστράει μέσα στις παλάμες μου, ισιώνει και το γραπώνω για να το στείλω απ’ την άλλη μεριά. Η κατηφόρα με παίρνει μέσα στο σιδερένιο κουτί μου, αλλά η πτώση δεν ολοκληρώνεται, σαν κάτι να την κρατάει. Ίσως ήρθε η στιγμή να πάω με νεκρά. Αριστερό πόδι στο πεντάλ. Δεξί χέρι λύνει τον μοχλό. Αριστερό πόδι ξαμολιέται στο πλάι. Οι ρόδες τσουλάνε στο ραγισμένο οδόστρωμα και τα χέρια μου προσπαθούν να κρατήσουν την πορεία. Νιώθω ότι το αμάξι έχει βγάλει φτερά, κανονικά φτερά, όχι ατσάλινα αεροπλάνου, αλλά με πραγματικά οστά και πούπουλα. Σαν να μην ακουμπάει στο έδαφος, να αιωρείται, να έχει νικήσει στιγμιαία την βαρύτητα και να πηγαίνει να βρει την αρχή του χρόνου. Το δεξί μου πόδι είναι σταθερά πάνω από το μεσαίο πεντάλ και περιμένει. Κρατάω το τιμόνι σαν ασπίδα απέναντι στο σμήνος από πεταλούδες που κάνουν τους καμικάζι στο τζάμι που με χωρίζει από τον έξω χωροχρόνο. Τώρα, η καρδιά μου αντηχεί στον λαιμό μου. Η ζωή μου είναι στα χέρια μου.