
Πριν να με φέρουν σ’ αυτόν τον άγνωστο τόπο, ήμουν για χρόνια κρυμμένη ανάμεσα σε ομοίες μου. Αναγνώριζα τις καμπύλες τους, τις μικρές επεκτάσεις των γραμμών τους εκτός των καθορισμένων στρογγυλών ορίων της μορφής τους, ακόμα-ακόμα εντόπιζα τα πράγματα που είχαμε κοινά πάνω μας. Όπως εσύ κοιτάς στον δρόμο τον κόσμο που περνάει και έχει το ίδιο χρώμα μάτια με εσένα ή τα ίδια σκασμένα χέρια με τον πατέρα σου, έτσι κι εγώ έβρισκα κοινές αναφορές με τον λαό μου. Ήμουν μία από τον σωρό. Καθόμασταν σε πηγαδάκια, γύρω από μια υποθετική φωτιά και λέγαμε συνεχώς την ίδια ιστορία. Οι πιο κοινωνικές κάναν μπουλούκια που συνομιλούσαν με άλλες παρέες, πιασμένες μεταξύ τους με μικρά σχοινάκια, σαν νυχιές στον αέρα, ή δίνοντας η μία στην άλλην μικροσκοπικά κατάμαυρα κέρματα. Άλλες προτιμούσαν την ζεστασιά του μακροχρόνιου δεσμού με τους λίγους. Καμιά φορά, έβλεπες και ζευγάρια, λίγα στην πραγματικότητα, αλλά υπήρχαν κι αυτά. Συνήθιζαν να κάθονται κοντά σε παρέες, λες και από μόνες τους ήταν ανήμπορες, σαν δυο άνθρωποι δεμένοι χειροπόδαρα να κάνουν τα καβούρια. Κι έπειτα, υπήρχαν και οι μοναχικές. Αυτές που έφεραν μέσα τους όλη την δύναμη που κρύβει στην της κοιλιά η γη. Αν και σκορποχώρι, δίχως υποστήριξη από τις άλλες, γνώριζαν την ισχύ τους. Προκαλούσαν σεισμούς καρφώνοντας στην γη αυτά τα περίεργα παλούκια που στο κάτω μέρος τους είχαν μια μπάλα. Έσπερναν τις αμφιβολίες και τις έριδες αφήνοντας να κυλήσουν τρεις γκαζές στο χώμα. Άλλες κυριαρχούσαν επί των υπολοίπων κραδαίνοντας ένα κέρμα κι έναν χάρακα, σαν πολέμαρχοι αρχαίων φυλών μπροστά στο πεδίο της μάχης.
Εγώ, λοιπόν, ήμουν μία από τις κοινωνικές. Όχι από τις πιο παρεούδες για να είμαι και ειλικρινής, αλλά καθόμουν στην θέση που μου έδωσαν ανάμεσα σε κάμποσες άλλες. Από γεννησιμιού μου είχα την ίδια λειτουργία. Το όνομά μου είναι «είναι». Στην οικογένεια που με βάλανε δεν λες ότι ήμασταν και οι πιο χαρούμενες… Μέρα νύχτα ξεφωνίζαμε: «δεν ξέρω αν είναι η ίδια που έκλαιγε πριν». Κάθε μια λέγαμε το όνομά μας, πάντα με την ίδια σειρά. Η «δεν» κρατιόταν με ένα σχοινάκι με την «κλαίει» από την δίπλα παρέα, και η «πριν» έθετε τα όρια με την ακριβώς επόμενη δίνοντας ένα κέρμα στην «Ο». Καμιά φορά, όταν έκανε σχετική ησυχία, μπορούσα να ακούσω καθαρά και τις τρεις παρέες να λέμε «μια κοπέλα που κλαίει, δεν ξέρω αν είναι η ίδια που έκλαιγε πριν. Ο χοντρός πυροβολεί κι όλοι πέφτουμε όπως μπορούμε στο έδαφος». Ποτέ δεν έμαθα τι έλεγαν οι προηγούμενες ή οι επόμενες. Ο κόσμος μου όλος ήταν η κοπέλα που έκλαιγε κι ο χοντρός που πυροβολούσε. Αυτή η μονοτονία καμιά φορά με τσάκιζε, αλλά υπήρχαν φορές που η κοινή διάθεση ήταν ανεβασμένη. Σηκωνόμουν τότε όρθια κι έκανα μικρά πηδηματάκια σαν σε κουτσό όσο έλεγα το όνομά μου. Η «ξέρω» λίκνιζε τους στρουμπουλούς γοφούς της και η «έκλαιγε» στροβιλιζόταν γύρω από τον εαυτό της στην μύτη του γ της. Έτσι στολίζαμε την άχρονη ύπαρξή μας μέχρι την μέρα που ο κόσμος άλλαξε.
Καθόμουν κοιτώντας χαμηλά όταν τα φώτα ανάψαν. Έκλεισα λίγο τα μάτια μου να ακούσω τον αναστεναγμό όλων μας να γεμίζει τον αέρα. Τα βλέφαρά μου ξεκόλλησαν αργά και το βλέμμα μου ήταν ακόμη θολό, αλλά κάτι γύρω μου είχε αλλάξει. Κάτι απέναντί μου και λίγο στα δεξιά μού τράβηξε την προσοχή. Μια καινούργια είχε μπει στον κύκλο μας στην θέση της πρώτης του χορού: η «δεν» δεν ήταν πια «δεν». Είχε εξαφανιστεί, και την θέση της είχε πάρει μια καινούρια ύπαρξη, μισή γνωστή-μισή άγνωστη. Σαν ένα από αυτά τα πλάσματα της μυθολογίας που είναι μισά σαν κι εσένα και μισά σαν άλλα ζώα. Η «δεν» τώρα είχε μια στρογγυλή κουλούρα, σαν αυτή της «που», πίσω από ένα σαμάρι με το καμτσίκι δεμένο στο πλάι, που θα μπορούσε να είναι η κουτσουρεμένη ξαδέρφη της «η». Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου γρήγορα να καθαρίσουν από το αγουροξυπνημένο χουζούρι, μπας και με γελούσαν, αλλά η πραγματικότητα που ζούσα μέχρι τότε είχε εξαφανιστεί σαν κουνέλι σε καπέλο μάγου. Σχεδόν όλες γύρω μου είχαν μεταλλαχτεί. Νέες καμπύλες και ευθείες είχαν πάρει την θέση των αγαπημένων μου. Σώματα καινούργια, παράξενα, βγαλμένα από μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε άλλους γαλαξίες ξεπηδούσαν μπροστά μου. Άλλες είχαν μικρύνει κι άλλες φαίνονταν γίγαντες που με το που θα φώναζαν το όνομά τους θα σε καταπίναν με μια χαψιά. Όλες μας κοιτούσαμε ολόγυρά μας σαστισμένες, ψάχνοντας η μία την άλλη, αναζητώντας, ίσως, ένα σημάδι που θα μας πει ότι ακόμη κοιμόμαστε, ότι τίποτα από αυτά που συμβαίνουν δεν είναι αληθινό.
Την σύγχυση ήρθε να επιλύσει η κραυγή που βγήκε από την θέση της «έκλαιγε». Ένα ακατανόητο συμπούρμπουλο από φωνήεντα και σύμφωνα που ποτέ πριν δεν είχαμε ακούσει συγυρισμένα σε αυτήν την διάταξη γέμισε τον χώρο. Αρχίσαν τότε να ξεπηδάνε φωνές, καθεμιά να φωνάζει το όνομά της με την ελπίδα ότι εδώ που ήρθε δεν της πήραν την ουσία της, δεν είχε γίνει κάτι που δεν ήταν. Δεν σου συμβαίνει κι εσένα καμιά φορά; Να ψαχουλεύεις το κορμί σου ή να κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, πρώτα από τα δεξιά, έπειτα από τα αριστερά, να πλησιάζεις το μάτι σου στην μεταλλική επιφάνεια για να μετρήσεις τις ρυτίδες σου ή να χαϊδεύεις τις ουλές σου για να δεις αν έχει επανέλθει η αφή σου; Έτσι κι εμείς, δίχως άλλον τρόπο να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας, λέγαμε τα ονόματά μας. Φοβήθηκα, δεν θα στο κρύψω, μην τυχόν και γίνω κάποια άλλη, μήπως αυτή η αλλαγή με κόψει από την ρίζα μου και με μπολιάσει σε άλλον κόσμο. Με μια ρίγη να με διαπερνά, ψέλλισα το όνομά μου. «Είναι» ακούστηκε στον κύκλο της ομάδας μου. Καμιά τους δεν αντέδρασε. Σαν να μην με γνώριζαν ποτέ τους. «Είναι» ξαναείπα, αλλά δεν κουνήθηκε φύλλο.

Ήμουν μόνη ανάμεσα σε πολλές. Άρχισα να σκέφτομαι πώς θα περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου χωρίς να με αναγνωρίζουν οι πρώην όμοιές μου. Η μη ύπαρξή μου θα ήταν ο κοινωνικός μου θάνατος, εκτός εάν κατάφερνα να το σκάσω, να γίνω πολέμαρχος. Να κλέψω ένα παλούκι ή έναν χάρακα και να τρομοκρατώ τα ανδρείκελα της ιστορίας που φέραμε μέσα μας από πάντα. Θα μπορούσα να πηγαίνω από παρέα σε παρέα να σπέρνω τον φόβο σαν καμικάζι. Θα μπορούσα να κερδίσω το δέος των καινούργιων και να ξαμολήσω το χάος κλέβοντας τις ενώσεις των ομάδων, να σπάσω τα καινούργια άγαρμπα σώματα σε μικρότερα κομμάτια με την βροντερή φωνή μου. Θα μπορούσα… Από την δίπλα παρέα ακούστηκε κάτι που μου έκοψε τον ειρμό. «Κοπέλα». «Είναι» της απάντησα. Ξεκινήσαμε να μιλάμε εναλλάξ, καθεμιά λέγοντας το όνομά της, σαν μια προσευχή βγαλμένη από τα βιβλία θιβετιανών γιόγκι μέχρι να συγχρονιστούμε σε ένα ταυτόχρονο «είναι» – «κοπέλα» που αιωρήθηκε μέσα στον αέρα των ακαταλαβίστικων ήχων. Ήμασταν έτοιμες να πατήσουμε τους νόμους της αιώνιας θέσης και λειτουργίας που μας είχαν βάλει μέσα σε αυτήν την ιστορία.
Εκείνη την στιγμή, πάνω που είχα αρχίσει να πιστεύω στην δύναμη της θέλησης, τις τηλεπαθητικές ικανότητες και την αρχέγονη ένωση με το συμπαντικό πνεύμα της μητέρας Κόσμος που θα εκπληρώσει τον ανώτατο σκοπό του καθενός στην φύση, ήρθαν και με αγκάλιασαν δυο μισοφέγγαρα, τόσο σφιχτά που ένιωσα ότι θα σκάσω. Ξαναείπα το όνομά μου, αλλά τώρα η φωνή μου ακουγόταν πιο πνιχτή, σαν χορδή κιθάρας που πάλλεται μέσα σε έναν κουβά γεμάτο με νερό. Μετά βίας κατάφερα να ακούσω την «κοπέλα», κι αυτή μέσα από τον ίδιο κουβά που μιλούσα κι εγώ. Προσπάθησα να ξαναμιλήσω, να φωνάξω, να τραντάξω τον χώρο. Στο τέλος, η ανημπόρια με παρέλυσαν.
Έχω εδώ καιρό νομίζω, μέσα στην ακινησία που μου επιβάλλουν οι καμπύλες. Πια δεν ακούω την «κοπέλα» να μιλάει, μπορεί να της έχουν αλλάξει σώμα, να φωνάζει και να μην την καταλαβαίνω ή να έχει μείνει βουβή, κουλουριασμένη μέσα σε μισοφέγγαρα σαν τα δικά μου. Υπάρχουν φορές που έρχονται και με πασαλείβουν με κάτι φωσφοριζέ χρώματα αλλά ποτέ δεν με αλλάζουν. Το πλάνο φυγής μου έχει εγκαταλειφτεί από τότε που με αιχμαλώτισαν εδώ μέσα. Κλείνω τα μάτια μου να κοπάσει η βουή των αλαλαγμών γύρω μου.
| Ένα χοντρό βιβλίο ανοίγει | Ένα δάχτυλο χαϊδεύει την σελίδα | Περνάει πάνω από στίγματα χαράζοντας ένα αόρατο μονοπάτι, ψάχνοντας | Σταματάει πάνω από μία λέξη | Ο δείχτης χτυπάει τρεις φορές την λέξη και κάπου διαγράφεται ένα χαμόγελο | Το βιβλίο κλείνει με έναν γδούπο | Το «είναι» και οι παρενθέσεις ντύνονται μ’ ένα αχνό γκρι | Δυο δάχτυλα πατάνε δυο πλήκτρα | Σχεδόν τυχαία |
Με λύσανε, είμαι ελεύθερη. Αν πω το όνομά μου θα ακουστεί η φωνή μου κρυστάλλινη, αλλά τώρα θα είμαι μια άλλη. Θέλω; Φωνάζω. Δεν με αναγνωρίζω. Δεν είμαι η ίδια, είμαι πια πολύ μικρή. Φωνάζω πάλι. Είμαι ένα μικρό πάκμαν που κυνηγάει να φάει ένα φίδι. Ακούω τις υπόλοιπες, παίρνω την σειρά μου και στήνουμε την ίδια ιστορία που από πάντα λέγαμε. Κι αν δεν είναι η ίδια, ελπίζω τουλάχιστον να παραμυθιάζει.
