ή
Ασκώντας την Τέχνη της Νοσταλγίας
Είχα ακόμη τα μάτια μου κλειστά και η μούρη μου τριβόταν στο τρίχωμα της γάτας. Ανέπνεα μικρές κλωστές μαλλιού και με τα αφτιά μου ανοιχτά έπλαθα στον νου μου την σχεδόν άδεια γειτονιά μου, τους γεράκους απέναντι να απλώνουν την καθιερωμένη κυριακάτικη μπουγάδα, δυο τρεις περαστικούς που τους βγάλαν βόλτα τα σκυλιά τους, και τη βαβούρα της Συγγρού –σήμερα προφανώς σε χαμηλότερα ντεσιμπέλ και χερτζ– να γεμίζει πάντα το φόντο. Πάει καιρός που δεν το έχω σκεφτεί (μήπως δεν το έχω σκεφτεί και ποτέ;), αλλά μου λείπουν τα κοκόρια και τα βήματα των γατιών σ’ εκείνη την λαμαρίνα που ήταν το ταβάνι μου για κάμποσα χρόνια. Είχα συνηθίσει πια, μέχρι και τις καταιγίδες που σκάγανε σαν μπουλντόζα να κατεδαφίσουν τον ουρανό, άνοιγαν τρύπες στο σκουριασμένο μέταλλο και τρέχαν τα νερά, κάναν μικρές λιμνούλες στην πλάκα του ανισόπεδου δαπέδου, σηκωνόμασταν τότε και κάναμε πατινάζ αγκαλιασμένοι με τα γατιά, ή στροβιλιζόμασταν τσαλαβουτώντας. Τι έλεγα; Α, ναι. Για τα κοκόρια. Την πρώτη μέρα που κοιμήθηκα εκεί ξύπνησα καμιά δεκαριά φορές το βράδυ. Μία τα γατιά που τσακώνονταν στην λαμαρίνα, μία οι γείτονες που είχαν πάρτυ κι έμοιαζε να είναι μέσα στο δωμάτιό μου, ε ήρθαν τα κοκόρια και το ξεφτίλισαν στις πέντε το πρωί. Τελικά, με τον καιρό γίναμε φίλοι. Μπορώ αν θέλω να τ’ ακούσω τώρα στο βάθος να μου χασκογελάνε.
Το σώμα μου δεν ακολουθεί τους ρυθμούς της πραγματικότητας. Είναι το ξενύχτι και τα ποτά που έχουν καταλάβει τους μύες μου και ακόμα δεν μπορώ να κινηθώ. Το στόμα μου έχει γεμίσει σάλια. Ένα γιατρικό για το χανγκόβερ, αυτό θέλω. Κουνάω την γλώσσα μου για να χαϊδέψω τα δόντια και τον ουρανίσκο μου. Γεύομαι αργά την ξινίλα που έχει αναδυθεί από το στομάχι μου και ψάχνω να βρω τι είναι αυτό που θέλω. Μήπως πίτσα; Νιώθω μια μικρή αναγούλα να σηκώνεται στον οισοφάγο. Μήπως κάτι σε τυρόπιτα ή καμιά σπανακόπιτα; Όχι. Το καλύτερο γιατρικό για το χανγκόβερ είναι ένα: μπαρμπακόα, κάλντο και μπύρα. Όπως τότε. Να σηκώνεσαι με την παρέα μετά από ολονυχτία, να βάζετε γυαλιά ηλίου και καπέλα, και με την πλαστική παντόφλα να περπατάτε μέχρι το πάρκινγκ της διπλανής πλατείας όπου έχουν στηθεί από νωρίς οι πάγκοι. Τέσσερις γυναίκες, σαν μηχανές που δεν χρειάζονται λάδωμα, να πλάθουν την ζύμη με τα χέρια τους, να πετάνε μπαλάκια ζύμης στην πρέσα, να χαϊδεύουν ύστερα το λεπτό στρόγγυλο δίσκο ανάμεσα στις παλάμες τους, και να ξαπλώνουν τις τορτίγιες στην καυτή πλάκα σαν να ‘ταν μωρά. Ένας άντρας με τον μπαλτά του να κόβει το κρέας που βγάζει από ένα μεγάλο ξύλινο μπαούλο σε κομματάκια. Μπουτάκι, παϊδάκια, στομάχι: ό,τι έχει ευχαρίστηση ο πελάτης. Οι τρεις σερβιτόροι να γεμίζουν τα μπόλ με ζεστή σουπίτσα, βάλσαμο για το καμένο στομάχι. Και εμείς να καθόμαστε δίπλα σε οικογένειες και ζευγάρια κι άλλους ξενύχτηδες σαν και του λόγου μας, να βγάζουμε τις μπύρες που αγοράσαμε από το ψιλικατζίδικο, να ρίχνουμε φρέσκο κόλιανδρο και ψιλοκομμένο κρεμμύδι στα τάκος που στάζουν λιπάκι από το αρνί, και να τα περιχύνουμε σε μια βαθυκόκκινη σάλτσα που ξυπνάει μέσα σου την κόλαση. Αχ, αυτή η πρώτη γουλιά από την σούπα ήταν, ρε παιδί μου, βάλσαμο… Μου ζέσταινε την ψυχούλα. Άντε να το ξεχάσω τώρα.
Ανοίγω το αππ να παραγγείλω κάτι. Αφού είχα και γενέθλια, χαλάλι ρε αδερφέ. Σκρολλάρω να βρω κάτι που να μου γεμίζει το μάτι και να κάνει το στομάχι μου να βαρέσει τύμπανα. Πίτσες, μπέργκερ, μαγειρευτά, κρέπες, σφολιάτες, κινέζικο, σούσι, σουβλάκια, γλυκά, μακαρόνια, μενού φίτνες, όλα τα καλούδια του κόσμου στα πόδια σου σε λίγα λεπτά. Όσο κοιτάω τις φωτογραφίες, τις περιγραφές, τις κριτικές, τις ατελείωτες επιλογές μου, η γεύση της σάλτσας εκείνης γυρνάει στο στόμα μου, η καψαϊκίνη κάνει τους γευστικές μου κάλυκες να εκραγούν και με παγιδεύει στην ανάμνηση μιας τρυφερής αγκαλιάς, τόσο σφιχτής τόσο που θα σκάσεις. Δεν υπάρχει σωτηρία όταν είσαι στα όρια της ρουφήχτρας: θα σε τραβήξει βαθιά μέσα κι αν αντισταθείς θα σου σπάσει και δέκα κόκαλα μπας και καταλάβεις ποιος είναι ο αρχηγός. Αποφασίζω να παραδοθώ. Ψάχνω στα μεξικάνικα. Δεν βρίσκω άκρη. Όλα είναι τεξ-μεξ ή μια ελληνικοποιημένη εκδοχή της αρχικής ιδέας. Πού είναι τα ουιτλακότσε και τα νοπάλες και τα μανιτάρια; Πού είναι τα ποσόλε και τα ταμάλες; Ποιος σας είπε ότι μπορείτε να βαφτίσετε τον χοιρινό γύρο «αλ παστόρ»; Ρε, πάτε καλά; Ποιος σας έδωσε την άδεια να λέτε το ταμπάσκο «μεξικάνικη σάλτσα»; Κλείνω το αππ και τα μάτια μου νιώθοντας την θλίψη να πλακώνει το στήθος μου, να το σπρώχνει όλο και πιο κοντά στο στρώμα, να γίνεται ένα με την πλάτη μου και να συνθλίβει την μαραμένη-μου-γαρδένια που έχει γίνει η καρδιά μου.
Οι γεύσεις περνάνε από το μυαλό μου μία-μία, σαν ασύνδετα καρέ σε ένα βίντεο αρτ ινσταλλέισον που όλοι οι θεατές θα το κοιτάνε σαν χάνοι όσο θ’ αναρωτιούνται αν αυτό τώρα είναι τέχνη. Χάνομαι στις ξινές μυρωδιές που διυλίζονται μέσα από ένα φίλτρο σέπια και στο μυαλό μου αντηχούν κουτάλια που τσουγκρίζουν στο χείλος από τα πιάτα που είναι γεμάτα σούπες ή σε μπολ που περιέχουν διαβολεμένα πικάντικες σάλτσες. Και τότε το βρίσκω. Τσιλακίλες με αβγό μάτι και τηγανιτά φασόλια. Το στόμα μου αναπαράγει το πετάρισμα της καρδιάς μου χαράζοντας μια πλατιά γραμμή στο κάτω μέρος του προσώπου μου. Το σώμα μου υπακούει στην χαρά μου και πιάνει δουλειά. Κόβει τα κρεμμύδια και τις ντομάτες, τα πετάει στο καυτό λάδι μαζί με τρεις τέσσερις καυτερές πιπεριές, τσιγαρίζει τα φασόλια από την κονσέρβα μαζί με μπόλικο κρεμμυδόσκορδο κι έξτρα τσίλι κι έπειτα τα κάνει ψευτοπουρέ με τον πάτο ενός ποτηριού, αργομαγειρεύει το αβγό στο λάδι αλλά ο κρόκος ακόμα τρέχει, ρίχνει κάμποσα τορτίγια τσιπς σ’ ένα βαθύ πιάτο, περιλούζει με την ντοματόσαλτσα, κοτσάρει από πάνω το αβγό, και κάνει χώρο στο τραπέζι.
Όλα είναι στην θέση τους. Χτες ήταν τα γενέθλια μου. Λίγες μέρες πριν, θα έκλεινα οχτώ χρόνια μακριά από εδώ. Στο τέλος του μήνα κλείνω ένα χρόνο μακριά από το σπίτι μου. Ας το γιορτάσω με το καλύτερο δώρο που μπορώ να κάνω στον εαυτό μου: ας παραδοθώ στην νοσταλγία.