Ακινητοποιημένη, με το στόμα σφραγισμένο, τα χέρια κολλημένα στα πλευρά και τα μπούτια σε στάση μολυβένιο στρατιωτάκι. Τα βλέφαρα ορθάνοιχτα και το μόνο που ακόμα έχει ζωή είναι οι βολβοί των ματιών μου. Γυρίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις, άτακτα, δίχως πορεία και σχέδιο, κοιτώντας ένα μαύρο κενό να τυλίγει τον χώρο γύρω μου. Ψάχνουν να βρουν τα σχοινιά που μου ζώνουν το κορμί και με κρατούν αιχμάλωτη, την ψαρόκολλα στα χείλη που φυλακίζουν τις κραυγές μου. Δεν υπάρχουν. Σαν κούτσουρο, στέκομαι όρθια και νιώθω μέσα μου μια φλεγόμενη μπάλα να μεγαλώνει, να εξαπλώνεται από το στομάχι σε όλους τους ιστούς μου. Αν δεν ήμουν ένα κομμάτι ξύλο, ο ιδρώτας θα με είχε μουλιάσει μέχρι να σβήσει την φωτιά που έχει φτάσει λίγα χιλιοστά από το δέρμα μου. Νομίζω πως τρέμω, ότι τα γόνατά μου κόβονται, ότι το αίμα σφυροκοπάει την φλέβα χρυσού που περνάει από την καρωτίδα μου. Παιχνίδια του μυαλού. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να συμβαίνουν όλα αυτά σε μια σάρκα που απουσιάζει; Ανήμπορη μέχρι και να κλάψω, περιμένω ένα υγρό θαύμα να με σώσει από την προδιαγεγραμμένη κατάληξή μου, αλλά το σκοτάδι γύρω μου είναι πηχτό και τίποτα δεν αλλάζει. Φαντάζομαι το σάλιο μου να κυλάει στον λαιμό μου και να κλείνω τα βλέφαρά μου. Αρπάζω μεμιάς, ολόκληρη. Μια φαντασμαγορική αυτανάφλεξη που σπρώχνει το μαύρο γύρω μου για να κάνει χώρο στην τελευταία πράξη της ύπαρξής μου. Το λιωμένο κρέας μου στάζει. Κομμάτια μου πέφτουν αθόρυβα και το μόνο που μυρίζει είναι καμένο ξύλο. Στέκομαι αμέτοχη, σαν να βλέπω ταινία, κι εντυπωσιάζομαι που δεν έχω πνιγεί από τους καπνούς. Σαν να είμαι άλλη από αυτήν που απανθρακώνεται, θυμάμαι ότι η άβια ύλη δεν αναπνέει. Το κίτρινο και το πορτοκαλί της φωτιάς έχει υποχωρήσει σχεδόν εντελώς, αν και ανά σημεία –στα πλευρά μου, στα πέλματα και τα δάχτυλα, εκεί που θα ήταν οι ρώγες μου– σιγοκαίει μια μπλε φλόγα. Ανοίγω τα μάτια μου μέσα σε αυτό που πριν (νόμιζα ότι) ήταν το κεφάλι μου. Ένα καμένο σπίρτο στέκεται στην μέση του μαύρου. Η αχνή σκιά του απλώνεται μπροστά μου σαν γυμνό δέντρο το φθινόπωρο. Την βλέπεις;
