καρφίτσα #35

[…] Προχώρησα πιο βαθιά στο νεκροταφείο, έφτασα στα όριά του που κατέληγαν σε ένα συρματόπλεγμα δυο μέτρων με τρύπες ανά διαστήματα, απ’ όπου χωρούσαν να περάσουν από κογιότ μέχρι μεγαλόσωμοι ξυλοκόποι. Εδώ οι τάφοι ήταν ξεχασμένοι από τους ζωντανούς. Μισογκρεμισμένοι, με τους σταυρούς ξηλωμένους ή διαλυμένους από την πολυκαιρία, με τα πρόσφορα ξεκοιλιασμένα από την φύση. Στην προτελευταία σειρά, ο Φρανσίσκο Μανουέλ, εννέα ετών, η Ιτσέλ Σοκόρρο, επτά ετών, και ο Τενότς Λουίς, έντεκα ετών, είχαν πεθάνει την ίδια χρονιά, το μακρινό 1999. Οι σταυροί τους έμοιαζαν με τάβλες κρεβατιού σπασμένες στο πόδι. Τα ονόματά τους δεν φαίνονταν καθαρά, και στον σταυρό της Ιτσέλ κάποιος είχε ζωγραφίσει ένα κωλοδάχτυλο. Τα απομεινάρια μιας γλάστρας δίπλα από τον τάφο του Παντσίτο μαρτυρούσαν ότι κάποιος κάποτε είχε προσπαθήσει να τιμήσει τον νεκρό. Όσο για τον Τενότς, έμοιαζε σαν να μην νοιάστηκε ποτέ κανείς ζωντανός για αυτόν, ούτε για να δείξει αγάπη ούτε μίσος˙ η αδιαφορία έμελλε να είναι το τίμημα που θα πλήρωνε για όσα έκανε ή δεν έκανε στην ζωή του. Τα τρία παιδιά ήταν γείτονες και φίλοι από γεννησιμιού τους. Οργώνανε παρέα τον ξεροπόταμο πάνω στα ποδηλατάκια τους, παίζανε κρυφτό στο άγονο τοπίο καλυμμένοι από τις πέτρες ή το τόξο της ιεραποστολής, έπιαναν σαλταπήδες και τους έβγαζαν τα δυο πισινά τους πόδια με την σειρά γελώντας στις απεγνωσμένες προσπάθειες των ζωντανών να προχωρήσουν ώσπου να παραδοθούν σε έναν αργό βασανιστικό θάνατο, σχεδίαζαν σπίτια και αμάξια στο χώμα και τα στόλιζαν με πετρούλες, διηγούνταν ιστορίες τρόμου στο μισοσκόταδο του χειμώνα, τότε που ο ήλιος έπεφτε πιο νωρίς, φτιάχνοντας με το κεφάλι τους τέρατα της θάλασσας με τεράστια πλοκάμια που κατέληγαν σε δαγκάνες ή έναν μοναχό που κυκλοφορούσε τις νύχτες στα χαλάσματα της ιεραποστολής ή ναουάλες –μάγους– που έπαιρναν την μορφή κογιότ και παραμόνευαν την νύχτα έξω από τα παράθυρά τους περιμένοντάς τους να πάνε στην τουαλέτα της πίσω αυλής για να τους κατασπαράξουν. Από τα τρία παιδιά, η Ιτσέλ ήταν αυτή που είχε την πιο διεστραμμένη φαντασία. Οι ιστορίες της καθήλωναν τους φίλους της και χάριζαν στους γονείς τους νύχτες αϋπνίας και δακρύων. Ο Παντσίτο έκανε τον καμπόσο, ότι και καλά τον άφηναν αδιάφορο τα ψέματα της Ιτσέλ, αν και στην πραγματικότητα περνούσε τις νύχτες εκείνες με το φωτάκι αναμμένο και κουκουλωμένος με τις κουβέρτες, σαν μούμια στην σαρκοφάγο του. Αυτό το ήξερε ο Τενότς γιατί από το παράθυρό του έβλεπε το δωμάτιο του φίλου του στο διπλανό σπίτι. Δεν άργησε να έρθει η μέρα που η παρέα θέλησε να δείξει στα υπόλοιπα παιδιά του χωριού την δύναμη των ιστοριών. Μαζεύτηκαν ένα σούρουπο κάτω από τα ξερά κλαδιά του μεσκίτε της διασταύρωσης που ένωνε το Πάνω με το Κάτω Ροσαρίτο. Η Ιτσέλ πήρε τον λόγο. Στάθηκε όρθια στην μέση του κύκλου που είχαν κάνει τα πιτσιρίκια κρατώντας ένα κερί κοντά στο πρόσωπό της. Οι πλεξούδες της είχαν μισολυθεί και η φλόγα την έκανε να μοιάζει ακόμη πιο αναμαλλιασμένη ζωγραφίζοντας μια τεράστια σκιά που έτρωγε τον κορμό του γέρικου δέντρου. Η Ιτσέλ κοιτούσε καθένα από τα παιδιά με την σειρά, βαθιά μέσα στα μάτια, όσο οι μορφασμοί του προσώπου της και οι κινήσεις που έκανε με τα χέρια της ζωγραφίζοντας αδιόρατα πλάσματα στον αέρα έντυναν την ιστορία της με το μεγαλείο ενός θεατρικού έργου. Ο τόνος της φωνής της μεταβαλλόταν απότομα, από ψιθύρους που μετά βίας ακούγονταν σε κραυγές πόνου που αντηχούσαν στην έρημο. Όσο προχωρούσε η διήγηση, τα παιδιά μαζεύονταν όλο και πιο κοντά το ένα στο άλλο, και κοντά στο τέλος κατέληξαν να είναι στριμωγμένα σε ένα ημικύκλιο, με κάποιους να έχουν πιαστεί σφιχτά από τα χέρια, άλλους να καλύπτουν τα πρόσωπά τους με τις παλάμες τους κρυφοκοιτάζοντας ανάμεσα από τα δάχτυλα, κι άλλα να δαγκώνουν τα χείλια τους με κομμένη την ανάσα. Στο τέλος της ιστορίας, η Ιτσέλ πλησίασε αργά τα παιδιά με το κερί μπροστά στα μάτια της. Ξεστόμιζε τα λόγια της τελευταίας πρότασης σαν να φτύνει τσόφλια από πασατέμπο, τονίζοντας κάθε φθόγγο των τρομερών λέξεων που έκαναν ηχώ μέσα στα αφτιά τους. Με ορθάνοιχτα τα μάτια της, απειλούσε να στοιχειώσει τον ύπνο των παιδιών για πάντα. Η τελευταία λέξη της βρήκε τα παιδιά να την κοιτούν με δάκρυα στα μάτια, μασουλώντας τα νύχια τους ή με την έκφραση ενός πόνου που τους ρουφούσε τη ζωή. Η σιγή απλώθηκε στην ανοιχτωσιά, σαν τούτη η ιστορία να είχε διατάξει την φύση να σιωπήσει. Τότε, μέσα στην απόλυτη άπνοια, η φλόγα του κεριού λύγισε προς τα αριστερά της Ιτσέλ σαν κάποιο αόρατο στόμα να την φυσούσε. Και το κερί έσβησε. Τα παιδιά άρχισαν να ουρλιάζουν στην ερημιά, να βρίζουν την Ιτσέλ, να την λένε μάγισσα, σαμάνα του κακού, αντίχριστη και σατανίστρια. Εξαφανίστηκαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, κι η Ιτσέλ έμεινα να χαμογελάει στον Παντσίτο και τον Τενότς που την κοιτούσαν παγωμένοι. Το κορίτσι χασκογέλασε με τις φάτσες που έβλεπε μπροστά της, καθησυχάζοντας την ανησυχία τους ότι η φίλη τους ήταν όντως μάγισσα. Την επομένη, όλο το χωριό ήξερε την Ιτσέλ ως την μάγισσα και τα δυο αγόρια ως τους ακολούθους της που τους είχε πάρει το μυαλό με ξόρκια και κόλπα γυναικών. Τα παιδιά απομονώθηκαν από τους συμμαθητές τους. Μέχρι και κάποιοι Κατωροσαρίτες άρχισαν να τα κοιτούν με δυσπιστία, ψάχνοντας πάνω τους τα σημάδια του διαβόλου. Οι φίλοι κατέληξαν να κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους, συνεχίζοντας τα παιχνίδια που έκαναν πριν το βράδυ με το κερί. Οι γονείς τους πίστευαν ότι με τον καιρό θα ξεχνιόντουσαν όλα αυτά και οι συγχωριανοί τους θα έρχονταν στα συγκαλά τους. Αλλά όσο περνούσαν οι μέρες και οι βδομάδες, τόσο περισσότερο η παρέα απομακρυνόταν και αυτό τάιζε την ήδη μεγάλη ανησυχία του χωριού και των συμμαθητών τους. Τα παιδιά μαράζωναν και κλείνονταν στον μικρόκοσμό τους, σε μια σκοτεινή μπουρμπουλήθρα που από στιγμή σε στιγμή ήταν έτοιμη να σπάσει. Το δούλεμα και το ξύλο στην αυλή του σχολείου ήταν συχνά φαινόμενα, κυρίως εναντίον των αγοριών που είχαν την ρετσινιά ότι σέρνονταν από την φούστα της μάγισσας. Όσο για την Ιτσέλ, της είχαν βάλει φωτιά στα μαλλιά, προσπαθώντας να δείξουν ότι δεν θα καεί αφού ήταν μάγισσα και προστατευόταν από τις δυνάμεις του κάτω κόσμου και των ναουάλες. Το πολύ-πολύ να μεταμορφωνόταν μπροστά τους σε δράκο. Τελικά, η Ιτσέλ κατέληξε με έγκαυμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού αφού κανένα παιδί δεν θέλησε να την πλησιάσει για να της σβήσει την φωτιά, ενώ ο Παντσίτο και ο Τενότς δεν κατάφεραν να προλάβουν το κακό γιατί τους κρατούσαν από τα μπράτσα οι νταήδες του σχολείου. Αυτό το τελευταίο γεγονός οδήγησε τα παιδιά στην απόφαση του να αλλάξουν τη ζωή τους για πάντα. Λίγες μέρες μετά, όταν ένα βράδυ δεν επέστρεψαν σπίτι τους μετά το παιχνίδι, οι γονείς τους τα βρήκαν κρεμασμένα στο ίδιο κλαδί του μεσκίτε της διασταύρωσης. Ο παπάς του χωριού δεν τα λειτούργησε και οι οικογένειές τους αποφάσισαν να βάλουν τους σταυρούς από μόνοι τους. Στην κηδεία δεν πήγε κανένας άλλος πέρα από τους γονείς και τα αδέρφια τους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι μανάδες επισκέπτονταν τα παιδιά τους για να βρουν τους τάφους βανδαλισμένους, με κόπρανα πάνω στα ονόματα των παιδιών τους, με τα κουκλάκια και τα παιχνίδια που τους άφηναν εκεί κατεστραμμένα και μηνύματα μίσους γραμμένα σε χαρτιά τετραδίου που από πίσω είχαν ασκήσεις μαθηματικών καρφωμένα στους σταυρούς. Έπειτα από λίγο καιρό, μάζεψαν όλα τους τα υπάρχοντα, τα παιδιά τους, την ασήκωτη θλίψη τους και έφυγαν για το άγνωστο. Οι τώρα εικοσάρηδες που έζησαν την ιστορία από κοντά και ήξεραν τα τρία παιδιά ακόμα υποστήριζαν ότι ήταν το σωστό να πεθάνουν με αυτόν τον ατιμασμένο τρόπο για να καθαρίσει το χωριό από τις ενέργειες του κακού. Έψαξα στο τσεπάκι του σακιδίου μου και βρήκα λίγα ζαχαρωτά. Τα μοίρασα στους τάφους και στάθηκα μπροστά στην Ιτσέλ. Έβγαλα από την κωλότσεπη τον σουγιά μου, έκοψα μια τούφα από τα μαλλιά μου και με ένα φύσημα την έσπειρα στο χώμα που σκέπαζε την μικρή μάγισσα.