Κάτι να αφήσει

Το μελάνι είχε λερώσει το λευκό χαρτί που κρατούσε κάτω από το χέρι του. Σημάδια χωρίς καθορισμένη μορφή, στίγματα που σπίλωναν την αγνότητα του άθικτου. Είχε ώρα που, σκυμμένος πάνω από τη σελίδα, προσπαθούσε να βρει μια λέξη να γράψει, κάτι να πει. Με το ένα χέρι έτριβε το κεφάλι του, λες και ήταν το μαγικό λυχνάρι που περίμενε ένα άγγιγμα για να απελευθερώσει τη μαγεία που κρυβόταν μέσα του, και με το άλλο βούταγε την πένα πότε-πότε στο μελάνι για να μη στεγνώνει η μύτη στην ατέρμονη αναμονή. Το άγχος του να αφήσει κάτι πίσω του, πριν φύγει για πάντα, ανέβαινε από το στομάχι του στα πνευμόνια και τον έπνιγε. Αν έφευγε τώρα από τον κόσμο, δεν θ’ άφηνε τίποτα πίσω του που να υποδήλωνε ότι περπάτησε τούτη τη γη. Δεν είχε πλάσει σταχτοδοχεία και κιούπια, δεν είχε πλέξει φλοκάτες και ζιπουνάκια, δεν είχε βάλει ούτε ένα κεραμίδι στη στέγη του σπιτιού που τώρα τον ζέσταινε. Όταν θα έφευγε, η ανάμνησή του θα διαρκούσε το πολύ όσο έμελλε να ζήσουν τα λιγοστά του ανήψια, και μόνο αν κι αυτά τον είχαν πραγματικά στην καρδιά τους.

Έξυσε λίγο το κούτελό του και ξεφύσησε έναν στεναγμό απογοήτευσης. Έψαχνε εντός του όλες τις ιστορίες που είχε ζήσει ή ακούσει και που θα άξιζε τον κόπο να ειπωθούν, να ζήσουν στο διηνεκές εξασφαλίζοντάς του μια θέση ανάμεσα στα ονόματα αυτών που στέκονται ως φανοί ξεστομίζοντας τις αλήθειες, αυτούς που δε τους καταπίνει η λησμονιά. Έπρεπε να βρει μία ιστορία, να τη γράψει και να βάλει το όνομά του από κάτω· αυτή θα ήταν η σωτηρία του.

Το τικ-τακ του ρολογιού αντηχούσε στο κεφάλι του κι έμοιαζε να μετράει τα λεπτά που του απέμεναν. Αγχωμένος, έσφιξε την πένα ανάμεσα στα ξερακιανά του δάχτυλα, πήρε μια βαθιά ανάσα κι αποφάσισε να γράψει μια ιστορία που ίσως του είχε πει κάποιος κάποτε. Πήγαινε κάπως έτσι, αν θυμόταν καλά:

Μετά την άβυσσο και το φως, τις θάλασσες και το στερέωμα, τις πέτρες και τον άνεμο, ξεπρόβαλε στον κόσμο ένα πλάσμα με τερατώδη μορφή: δύο πόδια, δυο κορμοί, τέσσερα χέρια και δυο κεφάλια περιπλανιόνταν επί μέρες βυθίζοντας τα τραγόμορφα πόδια τους στην άμμο της απέραντης ερήμου. Τα αδέρφια ήταν τόσο διαφορετικά μεταξύ τους που κανείς στον κόσμο, απ’ όσους τους είδαν, δεν καταλάβαινε ποιος τους είχε καταραστεί να είναι δεμένοι για πάντα. Η κοπέλα έσφυζε νιότη· με το δέρμα της γυαλιστερό και ροδαλό, το χαμόγελό της να αστράφτει στον ήλιο και τα μάτια της να ξεχειλίζουν ευτυχία, απ’ όπου περνούσε άφηνε πίσω της ένα άρωμα μωρού που γαλήνευε τις ψυχές και γέμιζε αγαλλίαση την πλάση. Το αγόρι απέπνεε ζόφο· με το σώμα του ζαρωμένο και το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο, με τα μάτια του χωμένα βαθιά στις κόγχες και τα δάχτυλά του αποστεωμένα σαν ξεραμένα κλαράκια, όπου πατούσε η χλόη ξεραινόταν και τη θέση της έπαιρνε μια μυρωδιά αποσύνθεσης.

Πολλοί δεν φαντάζονταν ότι είναι αδέρφια, ακόμη και στα βαθιά τους γεράματα δε το χωρούσε το μυαλό τους ότι αυτοί οι δύο πάνε παντού μαζί. Κάποιοι άλλοι που το καταλάβαιναν νωρίς εξοργίζονταν με τη θρασύτητά τους: πώς τολμούν να βάζουν αυτήν την αποτρόπαια και κρυφή ρήτρα στο συμβόλαιο που κάνουν μαζί μας; Τι σημαίνει «αν θες τον έναν, θα έρθει υποχρεωτικά και ο άλλος»; Οι περισσότεροι, πάντως, δεν τους έβλεπαν ποτέ μαζί. Τα αδέρφια, λέει, είχαν βρει έναν τρόπο να ξεγελάνε τον κόσμο. Στέκονταν πλάτη-πλάτη και, φορώντας κουρέλια ή μετάξια, χρυσά ή τσίγκινα κοσμήματα, προσφέροντας καυτές τέφρες ή ζουμερά φρούτα, και με άλλα φανταχτερά τεχνάσματα, έκρυβαν την ύπαρξη του άλλου. Έτσι, οι άνθρωποι συνήθως έβλεπαν μόνο τον έναν από τους δύο, και τον άλλον τον ξεχνούσαν.

Τα αδέρφια σάρωναν τη γη για να βρουν ο καθένας αυτό που τους έδινε τη δύναμή του. Η κοπέλα παρουσιαζόταν στις γέννες όλων των ζωντανών με το χαμόγελό της να αντανακλά σαν καθρεφτάκι ολάκερο τον ήλιο στο πρόσωπο του νεογέννητου. Έπειτα, περπατούσε προς το μέρος του προσεκτικά και το τύλιγε ανάμεσα στα στρουμπουλά της χέρια. Πλησίαζε το πρόσωπό της στο δικό του και, γεμίζοντας τα πνευμόνια της με όλους τους ανέμους, φυσούσε στο στόμα του μωρού. Η σπαρακτική κραυγή του βρέφους που άξαφνα βρέθηκε στον κόσμο δονούσε δυνατά τα τύμπανα της κοπέλας, ένα τρέμουλο που εξαπλωνόταν σε όλο της το σώμα, μέχρι και στα πόδια που μοιραζόταν με τον αδερφό της, και την έντυνε με τον μανδύα μιας φωτεινής αχλής. Το κλάμα συνήθως σταματούσε με ένα απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο, χάδι του αγοριού.

Το αγόρι από την άλλη είχε μια πιο δύσκολη αποστολή, καθώς κανένας άνθρωπος στη μορφή του δεν καθόταν υπομονετικά και γαλήνια να τον περιμένει. Τα αδέρφια σκαρφίστηκαν, λοιπόν, μυριάδες τρόπους για να τους ξεγελάσουν: το κόλπο γκρόσο της ύπαρξης. Πολλοί έλεγαν ότι το πιο συχνό τους νούμερο ήταν και το πιο εντυπωσιακό: η κοπέλα εμφανιζόταν σαν αερικό μπροστά στον άμοιρο άνθρωπο. Περπατούσε αργά, με τις αγκάλες ανοιχτές και τα στήθη της να διαγράφονται μέσα από ένα διαφανές μετάξι. Το χαμόγελό της έμοιαζε με υπόσχεση κρυφής ερωμένης και τα μάτια της μισόκλειστα έλκυαν τα πάντα γύρω της με τη βαρύτητα χιλίων ήλιων. Όταν πια αποσβολωμένος ο άνθρωπος είχε αφήσει και το τελευταίο οχυρό του να πέσει μπροστά στην απαράμιλλη γοητεία της, το αγόρι εκμεταλλευόταν τη στιγμή για να γαντζώσει τα χέρια του στο ανυπεράσπιστο κεφάλι και να ρουφήξει από το στόμα του όλο το οξυγόνο που του απέμενε. Λένε ότι τα μάτια των τυχερών παγιδεύονται στην όψη της κοπέλας. Για τους άτυχους, οι μορφασμοί, χαραγμένοι σαν σε ξύλο, μαρτυρούν τον πόνο του φευγιού.

Τα αδέρφια, όμως, δεν αρκούνται στο να παίρνουν και να δίνουν πνοή, επειδή στην πραγματικότητα δεν είναι η κίνηση που τους τρέφει, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος. Η κοπέλα τρώει τη δηλωμένη ύπαρξη και το αγόρι την αναπόφευκτη λήθη. Αν το νεογέννητο δεν κλαψουρίσει, αν η κραυγή του κοπεί ή δε βγει ποτέ, αν είναι χαμηλόφωνη, αν η απόσχισή του από την άβυσσο όπου κολυμπούσε πριν βγει στο φως δεν του κοστίσει, δεν το πονέσει σαν χαρακιά στη ραχοκοκαλιά, η κοπέλα δεν ντύνεται μανδύα φωτός, τα μάγουλά της δε ροδοκοκκινίζουν. Ο αδερφός της, από την άλλη, αναζητά τους ήδη ή εν δυνάμει ξεχασμένους. Όταν κάποιον τον θυμούνται, λέει, κάτι από την ανάσα του μένει στον κόσμο, δραπετεύει από τη ρουφήχτρα που δημιουργεί το στόμα του αγοριού και πετάει ελεύθερο στους αιθέρες, από τόπο σε τόπο, χωρίς πια καμία αλυσίδα που να τον δένει με το αναπόφευκτο. Όταν το αγόρι πίνει από την ανάσα αυτών που θα τους θυμούνται πάντα, κάποιες από τις ρυτίδες του ξεθωριάζουν, το σταχτί του δέρμα δεν σκουραίνει κι άλλο, και τα μάτια του σαν να αποκτούν μια θαμπή λάμψη, τόσο αταίριαστη της μορφής του.

Ψάχνουν, έτσι, τ’ αδέρφια όλους αυτούς που θα τους δώσουν πίσω μια στάλα δύναμης για να γεμίσουν τη στάμνα της δικής τους ύπαρξης. Παραμονεύουν μέρα-νύχτα σε ψυχρούς διαδρόμους νοσοκομείων, σε κάμαρες μισοφωτισμένες από το φεγγάρι κι ένα κερί, σε καταγώγια, ταράτσες και γραφεία φορτωμένα χαρτιά. Ψάχνουν ολούθε, δεν υποτιμούν τα μέρη όπου μπορεί να βρουν το επόμενο θήραμα. Και συνεχώς ψάχνουν τον τρόπο να εξελίξουν την ιεροτελεστία της κοροϊδίας, το τελευταίο τους κόλπο. Κάποιοι λένε ότι το κάνουν για να ξεγελάνε όλο και ευκολότερα τους υποψιασμένους, άλλοι πιστεύουν ότι κάπως πρέπει να διασκεδάζουν κι αυτοί την αιωνιότητα.

Σε μια από τις εκδοχές που έλεγαν σ’ έναν τόπο κάπως κοντινό, ο άντρας καθόταν στο γραφείο του κι έγραφε υπό το φως μιας λάμπας, με μια πένα που βούταγε ανά διαστήματα στο μελάνι κι άφηνε σημάδια στο λευκό χαρτί. Ανακουφισμένος που τελείωσε την ιστορία του, βούτηξε την πένα στο μελάνι, τίναξε λίγο τη μύτη και την πάτησε κάτω δεξιά στο χαρτί, έτοιμος να βάλει την υπογραφή του. Άκουσε τότε βήματα πίσω του, κούφια χτυπήματα οπλών στο ξύλινο πάτωμα, και τις σανίδες να τρίζουν. Ένα κάτι ήταν πίσω του και τον είχε πλησιάσει. Η πένα είχε παγώσει στη σελίδα και το μελάνι μούλιαζε πάνω της, φτιάχνοντας μια κατάμαυρη λίμνη εκεί όπου θα έμπαινε ένα όνομα. Τέσσερα χέρια τού αγκάλιασαν τον λαιμό, του χάιδεψαν τα μαλλιά, ανάσαιναν πάνω στα αφτιά του, μέχρι που του τράβηξαν το κεφάλι προς τα πίσω, αποκαλύπτοντας τα πρόσωπά τους ταυτόχρονα.

καρφίτσα #35

[…] Προχώρησα πιο βαθιά στο νεκροταφείο, έφτασα στα όριά του που κατέληγαν σε ένα συρματόπλεγμα δυο μέτρων με τρύπες ανά διαστήματα, απ’ όπου χωρούσαν να περάσουν από κογιότ μέχρι μεγαλόσωμοι ξυλοκόποι. Εδώ οι τάφοι ήταν ξεχασμένοι από τους ζωντανούς. Μισογκρεμισμένοι, με τους σταυρούς ξηλωμένους ή διαλυμένους από την πολυκαιρία, με τα πρόσφορα ξεκοιλιασμένα από την φύση. Στην προτελευταία σειρά, ο Φρανσίσκο Μανουέλ, εννέα ετών, η Ιτσέλ Σοκόρρο, επτά ετών, και ο Τενότς Λουίς, έντεκα ετών, είχαν πεθάνει την ίδια χρονιά, το μακρινό 1999. Οι σταυροί τους έμοιαζαν με τάβλες κρεβατιού σπασμένες στο πόδι. Τα ονόματά τους δεν φαίνονταν καθαρά, και στον σταυρό της Ιτσέλ κάποιος είχε ζωγραφίσει ένα κωλοδάχτυλο. Τα απομεινάρια μιας γλάστρας δίπλα από τον τάφο του Παντσίτο μαρτυρούσαν ότι κάποιος κάποτε είχε προσπαθήσει να τιμήσει τον νεκρό. Όσο για τον Τενότς, έμοιαζε σαν να μην νοιάστηκε ποτέ κανείς ζωντανός για αυτόν, ούτε για να δείξει αγάπη ούτε μίσος˙ η αδιαφορία έμελλε να είναι το τίμημα που θα πλήρωνε για όσα έκανε ή δεν έκανε στην ζωή του. Τα τρία παιδιά ήταν γείτονες και φίλοι από γεννησιμιού τους. Οργώνανε παρέα τον ξεροπόταμο πάνω στα ποδηλατάκια τους, παίζανε κρυφτό στο άγονο τοπίο καλυμμένοι από τις πέτρες ή το τόξο της ιεραποστολής, έπιαναν σαλταπήδες και τους έβγαζαν τα δυο πισινά τους πόδια με την σειρά γελώντας στις απεγνωσμένες προσπάθειες των ζωντανών να προχωρήσουν ώσπου να παραδοθούν σε έναν αργό βασανιστικό θάνατο, σχεδίαζαν σπίτια και αμάξια στο χώμα και τα στόλιζαν με πετρούλες, διηγούνταν ιστορίες τρόμου στο μισοσκόταδο του χειμώνα, τότε που ο ήλιος έπεφτε πιο νωρίς, φτιάχνοντας με το κεφάλι τους τέρατα της θάλασσας με τεράστια πλοκάμια που κατέληγαν σε δαγκάνες ή έναν μοναχό που κυκλοφορούσε τις νύχτες στα χαλάσματα της ιεραποστολής ή ναουάλες –μάγους– που έπαιρναν την μορφή κογιότ και παραμόνευαν την νύχτα έξω από τα παράθυρά τους περιμένοντάς τους να πάνε στην τουαλέτα της πίσω αυλής για να τους κατασπαράξουν. Από τα τρία παιδιά, η Ιτσέλ ήταν αυτή που είχε την πιο διεστραμμένη φαντασία. Οι ιστορίες της καθήλωναν τους φίλους της και χάριζαν στους γονείς τους νύχτες αϋπνίας και δακρύων. Ο Παντσίτο έκανε τον καμπόσο, ότι και καλά τον άφηναν αδιάφορο τα ψέματα της Ιτσέλ, αν και στην πραγματικότητα περνούσε τις νύχτες εκείνες με το φωτάκι αναμμένο και κουκουλωμένος με τις κουβέρτες, σαν μούμια στην σαρκοφάγο του. Αυτό το ήξερε ο Τενότς γιατί από το παράθυρό του έβλεπε το δωμάτιο του φίλου του στο διπλανό σπίτι. Δεν άργησε να έρθει η μέρα που η παρέα θέλησε να δείξει στα υπόλοιπα παιδιά του χωριού την δύναμη των ιστοριών. Μαζεύτηκαν ένα σούρουπο κάτω από τα ξερά κλαδιά του μεσκίτε της διασταύρωσης που ένωνε το Πάνω με το Κάτω Ροσαρίτο. Η Ιτσέλ πήρε τον λόγο. Στάθηκε όρθια στην μέση του κύκλου που είχαν κάνει τα πιτσιρίκια κρατώντας ένα κερί κοντά στο πρόσωπό της. Οι πλεξούδες της είχαν μισολυθεί και η φλόγα την έκανε να μοιάζει ακόμη πιο αναμαλλιασμένη ζωγραφίζοντας μια τεράστια σκιά που έτρωγε τον κορμό του γέρικου δέντρου. Η Ιτσέλ κοιτούσε καθένα από τα παιδιά με την σειρά, βαθιά μέσα στα μάτια, όσο οι μορφασμοί του προσώπου της και οι κινήσεις που έκανε με τα χέρια της ζωγραφίζοντας αδιόρατα πλάσματα στον αέρα έντυναν την ιστορία της με το μεγαλείο ενός θεατρικού έργου. Ο τόνος της φωνής της μεταβαλλόταν απότομα, από ψιθύρους που μετά βίας ακούγονταν σε κραυγές πόνου που αντηχούσαν στην έρημο. Όσο προχωρούσε η διήγηση, τα παιδιά μαζεύονταν όλο και πιο κοντά το ένα στο άλλο, και κοντά στο τέλος κατέληξαν να είναι στριμωγμένα σε ένα ημικύκλιο, με κάποιους να έχουν πιαστεί σφιχτά από τα χέρια, άλλους να καλύπτουν τα πρόσωπά τους με τις παλάμες τους κρυφοκοιτάζοντας ανάμεσα από τα δάχτυλα, κι άλλα να δαγκώνουν τα χείλια τους με κομμένη την ανάσα. Στο τέλος της ιστορίας, η Ιτσέλ πλησίασε αργά τα παιδιά με το κερί μπροστά στα μάτια της. Ξεστόμιζε τα λόγια της τελευταίας πρότασης σαν να φτύνει τσόφλια από πασατέμπο, τονίζοντας κάθε φθόγγο των τρομερών λέξεων που έκαναν ηχώ μέσα στα αφτιά τους. Με ορθάνοιχτα τα μάτια της, απειλούσε να στοιχειώσει τον ύπνο των παιδιών για πάντα. Η τελευταία λέξη της βρήκε τα παιδιά να την κοιτούν με δάκρυα στα μάτια, μασουλώντας τα νύχια τους ή με την έκφραση ενός πόνου που τους ρουφούσε τη ζωή. Η σιγή απλώθηκε στην ανοιχτωσιά, σαν τούτη η ιστορία να είχε διατάξει την φύση να σιωπήσει. Τότε, μέσα στην απόλυτη άπνοια, η φλόγα του κεριού λύγισε προς τα αριστερά της Ιτσέλ σαν κάποιο αόρατο στόμα να την φυσούσε. Και το κερί έσβησε. Τα παιδιά άρχισαν να ουρλιάζουν στην ερημιά, να βρίζουν την Ιτσέλ, να την λένε μάγισσα, σαμάνα του κακού, αντίχριστη και σατανίστρια. Εξαφανίστηκαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, κι η Ιτσέλ έμεινα να χαμογελάει στον Παντσίτο και τον Τενότς που την κοιτούσαν παγωμένοι. Το κορίτσι χασκογέλασε με τις φάτσες που έβλεπε μπροστά της, καθησυχάζοντας την ανησυχία τους ότι η φίλη τους ήταν όντως μάγισσα. Την επομένη, όλο το χωριό ήξερε την Ιτσέλ ως την μάγισσα και τα δυο αγόρια ως τους ακολούθους της που τους είχε πάρει το μυαλό με ξόρκια και κόλπα γυναικών. Τα παιδιά απομονώθηκαν από τους συμμαθητές τους. Μέχρι και κάποιοι Κατωροσαρίτες άρχισαν να τα κοιτούν με δυσπιστία, ψάχνοντας πάνω τους τα σημάδια του διαβόλου. Οι φίλοι κατέληξαν να κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους, συνεχίζοντας τα παιχνίδια που έκαναν πριν το βράδυ με το κερί. Οι γονείς τους πίστευαν ότι με τον καιρό θα ξεχνιόντουσαν όλα αυτά και οι συγχωριανοί τους θα έρχονταν στα συγκαλά τους. Αλλά όσο περνούσαν οι μέρες και οι βδομάδες, τόσο περισσότερο η παρέα απομακρυνόταν και αυτό τάιζε την ήδη μεγάλη ανησυχία του χωριού και των συμμαθητών τους. Τα παιδιά μαράζωναν και κλείνονταν στον μικρόκοσμό τους, σε μια σκοτεινή μπουρμπουλήθρα που από στιγμή σε στιγμή ήταν έτοιμη να σπάσει. Το δούλεμα και το ξύλο στην αυλή του σχολείου ήταν συχνά φαινόμενα, κυρίως εναντίον των αγοριών που είχαν την ρετσινιά ότι σέρνονταν από την φούστα της μάγισσας. Όσο για την Ιτσέλ, της είχαν βάλει φωτιά στα μαλλιά, προσπαθώντας να δείξουν ότι δεν θα καεί αφού ήταν μάγισσα και προστατευόταν από τις δυνάμεις του κάτω κόσμου και των ναουάλες. Το πολύ-πολύ να μεταμορφωνόταν μπροστά τους σε δράκο. Τελικά, η Ιτσέλ κατέληξε με έγκαυμα στο πίσω μέρος του κεφαλιού αφού κανένα παιδί δεν θέλησε να την πλησιάσει για να της σβήσει την φωτιά, ενώ ο Παντσίτο και ο Τενότς δεν κατάφεραν να προλάβουν το κακό γιατί τους κρατούσαν από τα μπράτσα οι νταήδες του σχολείου. Αυτό το τελευταίο γεγονός οδήγησε τα παιδιά στην απόφαση του να αλλάξουν τη ζωή τους για πάντα. Λίγες μέρες μετά, όταν ένα βράδυ δεν επέστρεψαν σπίτι τους μετά το παιχνίδι, οι γονείς τους τα βρήκαν κρεμασμένα στο ίδιο κλαδί του μεσκίτε της διασταύρωσης. Ο παπάς του χωριού δεν τα λειτούργησε και οι οικογένειές τους αποφάσισαν να βάλουν τους σταυρούς από μόνοι τους. Στην κηδεία δεν πήγε κανένας άλλος πέρα από τους γονείς και τα αδέρφια τους. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι μανάδες επισκέπτονταν τα παιδιά τους για να βρουν τους τάφους βανδαλισμένους, με κόπρανα πάνω στα ονόματα των παιδιών τους, με τα κουκλάκια και τα παιχνίδια που τους άφηναν εκεί κατεστραμμένα και μηνύματα μίσους γραμμένα σε χαρτιά τετραδίου που από πίσω είχαν ασκήσεις μαθηματικών καρφωμένα στους σταυρούς. Έπειτα από λίγο καιρό, μάζεψαν όλα τους τα υπάρχοντα, τα παιδιά τους, την ασήκωτη θλίψη τους και έφυγαν για το άγνωστο. Οι τώρα εικοσάρηδες που έζησαν την ιστορία από κοντά και ήξεραν τα τρία παιδιά ακόμα υποστήριζαν ότι ήταν το σωστό να πεθάνουν με αυτόν τον ατιμασμένο τρόπο για να καθαρίσει το χωριό από τις ενέργειες του κακού. Έψαξα στο τσεπάκι του σακιδίου μου και βρήκα λίγα ζαχαρωτά. Τα μοίρασα στους τάφους και στάθηκα μπροστά στην Ιτσέλ. Έβγαλα από την κωλότσεπη τον σουγιά μου, έκοψα μια τούφα από τα μαλλιά μου και με ένα φύσημα την έσπειρα στο χώμα που σκέπαζε την μικρή μάγισσα.

καρφίτσα #34

Ακινητοποιημένη, με το στόμα σφραγισμένο, τα χέρια κολλημένα στα πλευρά και τα μπούτια σε στάση μολυβένιο στρατιωτάκι. Τα βλέφαρα ορθάνοιχτα και το μόνο που ακόμα έχει ζωή είναι οι βολβοί των ματιών μου. Γυρίζουν προς όλες τις κατευθύνσεις, άτακτα, δίχως πορεία και σχέδιο, κοιτώντας ένα μαύρο κενό να τυλίγει τον χώρο γύρω μου. Ψάχνουν να βρουν τα σχοινιά που μου ζώνουν το κορμί και με κρατούν αιχμάλωτη, την ψαρόκολλα στα χείλη που φυλακίζουν τις κραυγές μου. Δεν υπάρχουν. Σαν κούτσουρο, στέκομαι όρθια και νιώθω μέσα μου μια φλεγόμενη μπάλα να μεγαλώνει, να εξαπλώνεται από το στομάχι σε όλους τους ιστούς μου. Αν δεν ήμουν ένα κομμάτι ξύλο, ο ιδρώτας θα με είχε μουλιάσει μέχρι να σβήσει την φωτιά που έχει φτάσει λίγα χιλιοστά από το δέρμα μου. Νομίζω πως τρέμω, ότι τα γόνατά μου κόβονται, ότι το αίμα σφυροκοπάει την φλέβα χρυσού που περνάει από την καρωτίδα μου. Παιχνίδια του μυαλού. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να συμβαίνουν όλα αυτά σε μια σάρκα που απουσιάζει; Ανήμπορη μέχρι και να κλάψω, περιμένω ένα υγρό θαύμα να με σώσει από την προδιαγεγραμμένη κατάληξή μου, αλλά το σκοτάδι γύρω μου είναι πηχτό και τίποτα δεν αλλάζει. Φαντάζομαι το σάλιο μου να κυλάει στον λαιμό μου και να κλείνω τα βλέφαρά μου. Αρπάζω μεμιάς, ολόκληρη. Μια φαντασμαγορική αυτανάφλεξη που σπρώχνει το μαύρο γύρω μου για να κάνει χώρο στην τελευταία πράξη της ύπαρξής μου. Το λιωμένο κρέας μου στάζει. Κομμάτια μου πέφτουν αθόρυβα και το μόνο που μυρίζει είναι καμένο ξύλο. Στέκομαι αμέτοχη, σαν να βλέπω ταινία, κι εντυπωσιάζομαι που δεν έχω πνιγεί από τους καπνούς. Σαν να είμαι άλλη από αυτήν που απανθρακώνεται, θυμάμαι ότι η άβια ύλη δεν αναπνέει. Το κίτρινο και το πορτοκαλί της φωτιάς έχει υποχωρήσει σχεδόν εντελώς, αν και ανά σημεία –στα πλευρά μου, στα πέλματα και τα δάχτυλα, εκεί που θα ήταν οι ρώγες μου– σιγοκαίει μια μπλε φλόγα. Ανοίγω τα μάτια μου μέσα σε αυτό που πριν (νόμιζα ότι) ήταν το κεφάλι μου. Ένα καμένο σπίρτο στέκεται στην μέση του μαύρου. Η αχνή σκιά του απλώνεται μπροστά μου σαν γυμνό δέντρο το φθινόπωρο. Την βλέπεις;

καρφίτσα #33

ή

Ασκώντας την Τέχνη της Νοσταλγίας

Είχα ακόμη τα μάτια μου κλειστά και η μούρη μου τριβόταν στο τρίχωμα της γάτας. Ανέπνεα μικρές κλωστές μαλλιού και με τα αφτιά μου ανοιχτά έπλαθα στον νου μου την σχεδόν άδεια γειτονιά μου, τους γεράκους απέναντι να απλώνουν την καθιερωμένη κυριακάτικη μπουγάδα, δυο τρεις περαστικούς που τους βγάλαν βόλτα τα σκυλιά τους, και τη βαβούρα της Συγγρού –σήμερα προφανώς σε χαμηλότερα ντεσιμπέλ και χερτζ– να γεμίζει πάντα το φόντο. Πάει καιρός που δεν το έχω σκεφτεί (μήπως δεν το έχω σκεφτεί και ποτέ;), αλλά μου λείπουν τα κοκόρια και τα βήματα των γατιών σ’ εκείνη την λαμαρίνα που ήταν το ταβάνι μου για κάμποσα χρόνια. Είχα συνηθίσει πια, μέχρι και τις καταιγίδες που σκάγανε σαν μπουλντόζα να κατεδαφίσουν τον ουρανό, άνοιγαν τρύπες στο σκουριασμένο μέταλλο και τρέχαν τα νερά, κάναν μικρές λιμνούλες στην πλάκα του ανισόπεδου δαπέδου, σηκωνόμασταν τότε και κάναμε πατινάζ αγκαλιασμένοι με τα γατιά, ή στροβιλιζόμασταν τσαλαβουτώντας. Τι έλεγα; Α, ναι. Για τα κοκόρια. Την πρώτη μέρα που κοιμήθηκα εκεί ξύπνησα καμιά δεκαριά φορές το βράδυ. Μία τα γατιά που τσακώνονταν στην λαμαρίνα, μία οι γείτονες που είχαν πάρτυ κι έμοιαζε να είναι μέσα στο δωμάτιό μου, ε ήρθαν τα κοκόρια και το ξεφτίλισαν στις πέντε το πρωί. Τελικά, με τον καιρό γίναμε φίλοι. Μπορώ αν θέλω να τ’ ακούσω τώρα στο βάθος να μου χασκογελάνε.

Το σώμα μου δεν ακολουθεί τους ρυθμούς της πραγματικότητας. Είναι το ξενύχτι και τα ποτά που έχουν καταλάβει τους μύες μου και ακόμα δεν μπορώ να κινηθώ. Το στόμα μου έχει γεμίσει σάλια. Ένα γιατρικό για το χανγκόβερ, αυτό θέλω. Κουνάω την γλώσσα μου για να χαϊδέψω τα δόντια και τον ουρανίσκο μου. Γεύομαι αργά την ξινίλα που έχει αναδυθεί από το στομάχι μου και ψάχνω να βρω τι είναι αυτό που θέλω. Μήπως πίτσα; Νιώθω μια μικρή αναγούλα να σηκώνεται στον οισοφάγο. Μήπως κάτι σε τυρόπιτα ή καμιά σπανακόπιτα; Όχι. Το καλύτερο γιατρικό για το χανγκόβερ είναι ένα: μπαρμπακόα, κάλντο και μπύρα. Όπως τότε. Να σηκώνεσαι με την παρέα μετά από ολονυχτία, να βάζετε γυαλιά ηλίου και καπέλα, και με την πλαστική παντόφλα να περπατάτε μέχρι το πάρκινγκ της διπλανής πλατείας όπου έχουν στηθεί από νωρίς οι πάγκοι. Τέσσερις γυναίκες, σαν μηχανές που δεν χρειάζονται λάδωμα, να πλάθουν την ζύμη με τα χέρια τους, να πετάνε μπαλάκια ζύμης στην πρέσα, να χαϊδεύουν ύστερα το λεπτό στρόγγυλο δίσκο ανάμεσα στις παλάμες τους, και να ξαπλώνουν τις τορτίγιες στην καυτή πλάκα σαν να ‘ταν μωρά. Ένας άντρας με τον μπαλτά του να κόβει το κρέας που βγάζει από ένα μεγάλο ξύλινο μπαούλο σε κομματάκια. Μπουτάκι, παϊδάκια, στομάχι: ό,τι έχει ευχαρίστηση ο πελάτης. Οι τρεις σερβιτόροι να γεμίζουν τα μπόλ με ζεστή σουπίτσα, βάλσαμο για το καμένο στομάχι. Και εμείς να καθόμαστε δίπλα σε οικογένειες και ζευγάρια κι άλλους ξενύχτηδες σαν και του λόγου μας, να βγάζουμε τις μπύρες που αγοράσαμε από το ψιλικατζίδικο, να ρίχνουμε φρέσκο κόλιανδρο και ψιλοκομμένο κρεμμύδι στα τάκος που στάζουν λιπάκι από το αρνί, και να τα περιχύνουμε σε μια βαθυκόκκινη σάλτσα που ξυπνάει μέσα σου την κόλαση. Αχ, αυτή η πρώτη γουλιά από την σούπα ήταν, ρε παιδί μου, βάλσαμο… Μου ζέσταινε την ψυχούλα. Άντε να το ξεχάσω τώρα.

Ανοίγω το αππ να παραγγείλω κάτι. Αφού είχα και γενέθλια, χαλάλι ρε αδερφέ. Σκρολλάρω να βρω κάτι που να μου γεμίζει το μάτι και να κάνει το στομάχι μου να βαρέσει τύμπανα. Πίτσες, μπέργκερ, μαγειρευτά, κρέπες, σφολιάτες, κινέζικο, σούσι, σουβλάκια, γλυκά, μακαρόνια, μενού φίτνες, όλα τα καλούδια του κόσμου στα πόδια σου σε λίγα λεπτά. Όσο κοιτάω τις φωτογραφίες, τις περιγραφές, τις κριτικές, τις ατελείωτες επιλογές μου, η γεύση της σάλτσας εκείνης γυρνάει στο στόμα μου, η καψαϊκίνη κάνει τους γευστικές μου κάλυκες να εκραγούν και με παγιδεύει στην ανάμνηση μιας τρυφερής αγκαλιάς, τόσο σφιχτής τόσο που θα σκάσεις. Δεν υπάρχει σωτηρία όταν είσαι στα όρια της ρουφήχτρας: θα σε τραβήξει βαθιά μέσα κι αν αντισταθείς θα σου σπάσει και δέκα κόκαλα μπας και καταλάβεις ποιος είναι ο αρχηγός. Αποφασίζω να παραδοθώ. Ψάχνω στα μεξικάνικα. Δεν βρίσκω άκρη. Όλα είναι τεξ-μεξ ή μια ελληνικοποιημένη εκδοχή της αρχικής ιδέας. Πού είναι τα ουιτλακότσε και τα νοπάλες και τα μανιτάρια; Πού είναι τα ποσόλε και τα ταμάλες; Ποιος σας είπε ότι μπορείτε να βαφτίσετε τον χοιρινό γύρο «αλ παστόρ»; Ρε, πάτε καλά; Ποιος σας έδωσε την άδεια να λέτε το ταμπάσκο «μεξικάνικη σάλτσα»; Κλείνω το αππ και τα μάτια μου νιώθοντας την θλίψη να πλακώνει το στήθος μου, να το σπρώχνει όλο και πιο κοντά στο στρώμα, να γίνεται ένα με την πλάτη μου και να συνθλίβει την μαραμένη-μου-γαρδένια που έχει γίνει η καρδιά μου.

Οι γεύσεις περνάνε από το μυαλό μου μία-μία, σαν ασύνδετα καρέ σε ένα βίντεο αρτ ινσταλλέισον που όλοι οι θεατές θα το κοιτάνε σαν χάνοι όσο θ’ αναρωτιούνται αν αυτό τώρα είναι τέχνη. Χάνομαι στις ξινές μυρωδιές που διυλίζονται μέσα από ένα φίλτρο σέπια και στο μυαλό μου αντηχούν κουτάλια που τσουγκρίζουν στο χείλος από τα πιάτα που είναι γεμάτα σούπες ή σε μπολ που περιέχουν διαβολεμένα πικάντικες σάλτσες. Και τότε το βρίσκω. Τσιλακίλες με αβγό μάτι και τηγανιτά φασόλια. Το στόμα μου αναπαράγει το πετάρισμα της καρδιάς μου χαράζοντας μια πλατιά γραμμή στο κάτω μέρος του προσώπου μου. Το σώμα μου υπακούει στην χαρά μου και πιάνει δουλειά. Κόβει τα κρεμμύδια και τις ντομάτες, τα πετάει στο καυτό λάδι μαζί με τρεις τέσσερις καυτερές πιπεριές, τσιγαρίζει τα φασόλια από την κονσέρβα μαζί με μπόλικο κρεμμυδόσκορδο κι έξτρα τσίλι κι έπειτα τα κάνει ψευτοπουρέ με τον πάτο ενός ποτηριού, αργομαγειρεύει το αβγό στο λάδι αλλά ο κρόκος ακόμα τρέχει, ρίχνει κάμποσα τορτίγια τσιπς σ’ ένα βαθύ πιάτο, περιλούζει με την ντοματόσαλτσα, κοτσάρει από πάνω το αβγό, και κάνει χώρο στο τραπέζι.

Όλα είναι στην θέση τους. Χτες ήταν τα γενέθλια μου. Λίγες μέρες πριν, θα έκλεινα οχτώ χρόνια μακριά από εδώ. Στο τέλος του μήνα κλείνω ένα χρόνο μακριά από το σπίτι μου. Ας το γιορτάσω με το καλύτερο δώρο που μπορώ να κάνω στον εαυτό μου: ας παραδοθώ στην νοσταλγία.

λέξεις σε χαρτί

Πριν να με φέρουν σ’ αυτόν τον άγνωστο τόπο, ήμουν για χρόνια κρυμμένη ανάμεσα σε ομοίες μου. Αναγνώριζα τις καμπύλες τους, τις μικρές επεκτάσεις των γραμμών τους εκτός των καθορισμένων στρογγυλών ορίων της μορφής τους, ακόμα-ακόμα εντόπιζα τα πράγματα που είχαμε κοινά πάνω μας. Όπως εσύ κοιτάς στον δρόμο τον κόσμο που περνάει και έχει το ίδιο χρώμα μάτια με εσένα ή τα ίδια σκασμένα χέρια με τον πατέρα σου, έτσι κι εγώ έβρισκα κοινές αναφορές με τον λαό μου. Ήμουν μία από τον σωρό. Καθόμασταν σε πηγαδάκια, γύρω από μια υποθετική φωτιά και λέγαμε συνεχώς την ίδια ιστορία. Οι πιο κοινωνικές κάναν μπουλούκια που συνομιλούσαν με άλλες παρέες, πιασμένες μεταξύ τους με μικρά σχοινάκια, σαν νυχιές στον αέρα, ή δίνοντας η μία στην άλλην μικροσκοπικά κατάμαυρα κέρματα. Άλλες προτιμούσαν την ζεστασιά του μακροχρόνιου δεσμού με τους λίγους. Καμιά φορά, έβλεπες και ζευγάρια, λίγα στην πραγματικότητα, αλλά υπήρχαν κι αυτά. Συνήθιζαν να κάθονται κοντά σε παρέες, λες και από μόνες τους ήταν ανήμπορες, σαν δυο άνθρωποι δεμένοι χειροπόδαρα να κάνουν τα καβούρια. Κι έπειτα, υπήρχαν και οι μοναχικές. Αυτές που έφεραν μέσα τους όλη την δύναμη που κρύβει στην της κοιλιά η γη. Αν και σκορποχώρι, δίχως υποστήριξη από τις άλλες, γνώριζαν την ισχύ τους. Προκαλούσαν σεισμούς καρφώνοντας στην γη αυτά τα περίεργα παλούκια που στο κάτω μέρος τους είχαν μια μπάλα. Έσπερναν τις αμφιβολίες και τις έριδες αφήνοντας να κυλήσουν τρεις γκαζές στο χώμα. Άλλες κυριαρχούσαν επί των υπολοίπων κραδαίνοντας ένα κέρμα κι έναν χάρακα, σαν πολέμαρχοι αρχαίων φυλών μπροστά στο πεδίο της μάχης.

Εγώ, λοιπόν, ήμουν μία από τις κοινωνικές. Όχι από τις πιο παρεούδες για να είμαι και ειλικρινής, αλλά καθόμουν στην θέση που μου έδωσαν ανάμεσα σε κάμποσες άλλες. Από γεννησιμιού μου είχα την ίδια λειτουργία. Το όνομά μου είναι «είναι». Στην οικογένεια που με βάλανε δεν λες ότι ήμασταν και οι πιο χαρούμενες… Μέρα νύχτα ξεφωνίζαμε: «δεν ξέρω αν είναι η ίδια που έκλαιγε πριν». Κάθε μια λέγαμε το όνομά μας, πάντα με την ίδια σειρά. Η «δεν» κρατιόταν με ένα σχοινάκι με την «κλαίει» από την δίπλα παρέα, και η «πριν» έθετε τα όρια με την ακριβώς επόμενη δίνοντας ένα κέρμα στην «Ο». Καμιά φορά, όταν έκανε σχετική ησυχία, μπορούσα να ακούσω καθαρά και τις τρεις παρέες να λέμε «μια κοπέλα που κλαίει, δεν ξέρω αν είναι η ίδια που έκλαιγε πριν. Ο χοντρός πυροβολεί κι όλοι πέφτουμε όπως μπορούμε στο έδαφος». Ποτέ δεν έμαθα τι έλεγαν οι προηγούμενες ή οι επόμενες. Ο κόσμος μου όλος ήταν η κοπέλα που έκλαιγε κι ο χοντρός που πυροβολούσε. Αυτή η μονοτονία καμιά φορά με τσάκιζε, αλλά υπήρχαν φορές που η κοινή διάθεση ήταν ανεβασμένη. Σηκωνόμουν τότε όρθια κι έκανα μικρά πηδηματάκια σαν σε κουτσό όσο έλεγα το όνομά μου. Η «ξέρω» λίκνιζε τους στρουμπουλούς γοφούς της και η «έκλαιγε» στροβιλιζόταν γύρω από τον εαυτό της στην μύτη του γ της. Έτσι στολίζαμε την άχρονη ύπαρξή μας μέχρι την μέρα που ο κόσμος άλλαξε.

Καθόμουν κοιτώντας χαμηλά όταν τα φώτα ανάψαν. Έκλεισα λίγο τα μάτια μου να ακούσω τον αναστεναγμό όλων μας να γεμίζει τον αέρα. Τα βλέφαρά μου ξεκόλλησαν αργά και το βλέμμα μου ήταν ακόμη θολό, αλλά κάτι γύρω μου είχε αλλάξει. Κάτι απέναντί μου και λίγο στα δεξιά μού τράβηξε την προσοχή. Μια καινούργια είχε μπει στον κύκλο μας στην θέση της πρώτης του χορού: η «δεν» δεν ήταν πια «δεν». Είχε εξαφανιστεί, και την θέση της είχε πάρει μια καινούρια ύπαρξη, μισή γνωστή-μισή άγνωστη. Σαν ένα από αυτά τα πλάσματα της μυθολογίας που είναι μισά σαν κι εσένα και μισά σαν άλλα ζώα. Η «δεν» τώρα είχε μια στρογγυλή κουλούρα, σαν αυτή της «που», πίσω από ένα σαμάρι με το καμτσίκι δεμένο στο πλάι, που θα μπορούσε να είναι η κουτσουρεμένη ξαδέρφη της «η». Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου γρήγορα να καθαρίσουν από το αγουροξυπνημένο χουζούρι, μπας και με γελούσαν, αλλά η πραγματικότητα που ζούσα μέχρι τότε είχε εξαφανιστεί σαν κουνέλι σε καπέλο μάγου. Σχεδόν όλες γύρω μου είχαν μεταλλαχτεί. Νέες καμπύλες και ευθείες είχαν πάρει την θέση των αγαπημένων μου. Σώματα καινούργια, παράξενα, βγαλμένα από μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε άλλους γαλαξίες ξεπηδούσαν μπροστά μου. Άλλες είχαν μικρύνει κι άλλες φαίνονταν γίγαντες που με το που θα φώναζαν το όνομά τους θα σε καταπίναν με μια χαψιά. Όλες μας κοιτούσαμε ολόγυρά μας σαστισμένες, ψάχνοντας η μία την άλλη, αναζητώντας, ίσως, ένα σημάδι που θα μας πει ότι ακόμη κοιμόμαστε, ότι τίποτα από αυτά που συμβαίνουν δεν είναι αληθινό.

Την σύγχυση ήρθε να επιλύσει η κραυγή που βγήκε από την θέση της «έκλαιγε». Ένα ακατανόητο συμπούρμπουλο από φωνήεντα και σύμφωνα που ποτέ πριν δεν είχαμε ακούσει συγυρισμένα σε αυτήν την διάταξη γέμισε τον χώρο. Αρχίσαν τότε να ξεπηδάνε φωνές, καθεμιά να φωνάζει το όνομά της με την ελπίδα ότι εδώ που ήρθε δεν της πήραν την ουσία της, δεν είχε γίνει κάτι που δεν ήταν. Δεν σου συμβαίνει κι εσένα καμιά φορά; Να ψαχουλεύεις το κορμί σου ή να κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, πρώτα από τα δεξιά, έπειτα από τα αριστερά, να πλησιάζεις το μάτι σου στην μεταλλική επιφάνεια για να μετρήσεις τις ρυτίδες σου ή να χαϊδεύεις τις ουλές σου για να δεις αν έχει επανέλθει η αφή σου; Έτσι κι εμείς, δίχως άλλον τρόπο να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας, λέγαμε τα ονόματά μας. Φοβήθηκα, δεν θα στο κρύψω, μην τυχόν και γίνω κάποια άλλη, μήπως αυτή η αλλαγή με κόψει από την ρίζα μου και με μπολιάσει σε άλλον κόσμο. Με μια ρίγη να με διαπερνά, ψέλλισα το όνομά μου. «Είναι» ακούστηκε στον κύκλο της ομάδας μου. Καμιά τους δεν αντέδρασε. Σαν να μην με γνώριζαν ποτέ τους. «Είναι» ξαναείπα, αλλά δεν κουνήθηκε φύλλο.

Ήμουν μόνη ανάμεσα σε πολλές. Άρχισα να σκέφτομαι πώς θα περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου χωρίς να με αναγνωρίζουν οι πρώην όμοιές μου. Η μη ύπαρξή μου θα ήταν ο κοινωνικός μου θάνατος, εκτός εάν κατάφερνα να το σκάσω, να γίνω πολέμαρχος. Να κλέψω ένα παλούκι ή έναν χάρακα και να τρομοκρατώ τα ανδρείκελα της ιστορίας που φέραμε μέσα μας από πάντα. Θα μπορούσα να πηγαίνω από παρέα σε παρέα να σπέρνω τον φόβο σαν καμικάζι. Θα μπορούσα να κερδίσω το δέος των καινούργιων και να ξαμολήσω το χάος κλέβοντας τις ενώσεις των ομάδων, να σπάσω τα καινούργια άγαρμπα σώματα σε μικρότερα κομμάτια με την βροντερή φωνή μου. Θα μπορούσα… Από την δίπλα παρέα ακούστηκε κάτι που μου έκοψε τον ειρμό. «Κοπέλα». «Είναι» της απάντησα. Ξεκινήσαμε να μιλάμε εναλλάξ, καθεμιά λέγοντας το όνομά της, σαν μια προσευχή βγαλμένη από τα βιβλία θιβετιανών γιόγκι μέχρι να συγχρονιστούμε σε ένα ταυτόχρονο «είναι» – «κοπέλα» που αιωρήθηκε μέσα στον αέρα των ακαταλαβίστικων ήχων. Ήμασταν έτοιμες να πατήσουμε τους νόμους της αιώνιας θέσης και λειτουργίας που μας είχαν βάλει μέσα σε αυτήν την ιστορία.

Εκείνη την στιγμή, πάνω που είχα αρχίσει να πιστεύω στην δύναμη της θέλησης, τις τηλεπαθητικές ικανότητες και την αρχέγονη ένωση με το συμπαντικό πνεύμα της μητέρας Κόσμος που θα εκπληρώσει τον ανώτατο σκοπό του καθενός στην φύση, ήρθαν και με αγκάλιασαν δυο μισοφέγγαρα, τόσο σφιχτά που ένιωσα ότι θα σκάσω. Ξαναείπα το όνομά μου, αλλά τώρα η φωνή μου ακουγόταν πιο πνιχτή, σαν χορδή κιθάρας που πάλλεται μέσα σε έναν κουβά γεμάτο με νερό. Μετά βίας κατάφερα να ακούσω την «κοπέλα», κι αυτή μέσα από τον ίδιο κουβά που μιλούσα κι εγώ. Προσπάθησα να ξαναμιλήσω, να φωνάξω, να τραντάξω τον χώρο. Στο τέλος, η ανημπόρια με παρέλυσαν.

Έχω εδώ καιρό νομίζω, μέσα στην ακινησία που μου επιβάλλουν οι καμπύλες. Πια δεν ακούω την «κοπέλα» να μιλάει, μπορεί να της έχουν αλλάξει σώμα, να φωνάζει και να μην την καταλαβαίνω ή να έχει μείνει βουβή, κουλουριασμένη μέσα σε μισοφέγγαρα σαν τα δικά μου. Υπάρχουν φορές που έρχονται και με πασαλείβουν με κάτι φωσφοριζέ χρώματα αλλά ποτέ δεν με αλλάζουν. Το πλάνο φυγής μου έχει εγκαταλειφτεί από τότε που με αιχμαλώτισαν εδώ μέσα. Κλείνω τα μάτια μου να κοπάσει η βουή των αλαλαγμών γύρω μου.

| Ένα χοντρό βιβλίο ανοίγει | Ένα δάχτυλο χαϊδεύει την σελίδα | Περνάει πάνω από στίγματα χαράζοντας ένα αόρατο μονοπάτι, ψάχνοντας | Σταματάει πάνω από μία λέξη | Ο δείχτης χτυπάει τρεις φορές την λέξη και κάπου διαγράφεται ένα χαμόγελο | Το βιβλίο κλείνει με έναν γδούπο | Το «είναι» και οι παρενθέσεις ντύνονται μ’ ένα αχνό γκρι | Δυο δάχτυλα πατάνε δυο πλήκτρα | Σχεδόν τυχαία |

Με λύσανε, είμαι ελεύθερη. Αν πω το όνομά μου θα ακουστεί η φωνή μου κρυστάλλινη, αλλά τώρα θα είμαι μια άλλη. Θέλω; Φωνάζω. Δεν με αναγνωρίζω. Δεν είμαι η ίδια, είμαι πια πολύ μικρή. Φωνάζω πάλι. Είμαι ένα μικρό πάκμαν που κυνηγάει να φάει ένα φίδι. Ακούω τις υπόλοιπες, παίρνω την σειρά μου και στήνουμε την ίδια ιστορία που από πάντα λέγαμε. Κι αν δεν είναι η ίδια, ελπίζω τουλάχιστον να παραμυθιάζει.

Τα έργα είναι από την έκθεση «Μουσείο Νεοελληνικής Αυτοχειρίας».

καρφίτσα #32

ή

καρτ ποστάλ ευδαιμονίας

Το περίεργο με τα κτελ είναι ότι ποτέ δεν βρίσκονται σε όμορφα μέρη. Δεν είναι καν μέρη, είναι αιωρούμενοι χώροι σε συνεχή μετάβαση. Ποιος αποφάσισε να βρίσκονται στα πιο άκυρα σημεία; Θα έλεγε κανείς ότι θα έπρεπε να βρίσκονται στην καρδιά της πόλης, να φτάνει ο άλλος και με το που κατεβαίνει να νιώθει τον παλμό της ακούρδιστης ορχήστρας του κόσμου. Αυτής που δεν περπατάει ρυθμικά ούτε συγχρονισμένα, αλλά ακατάστατα, σέρνοντας το βήμα, πηδώντας πάνω από λακκούβες γεμάτες νερό, τραβώντας καροτσάκια με λαχανικά, προσπερνώντας τους άλλους με φακέλους παραμάσχαλα, αργοπορώντας ενώ χτυπά το τακούνι σε μια προσπάθεια να βγάλει τον μέσα χρόνο του στο έξω. Αυτός που έφτιαξε την έννοια των κτελ αποφάσισε να μην το βιώσει αυτό ο νεοφερμένος. Πήγε, λοιπόν, και τα έβαλε στα πιο ανήκουστα μέρη: σε ένα στενάκι πίσω από το δευτερότριτο κατάστημα του οτέ, δίπλα σε μια τεράστια λεωφόρο στα προάστια της πόλης, δίπλα στην παραλιακή από την πίσω πλευρά όπου δεν έχει τίποτα πέρα από υπηρεσίες και γηπεδάκια. Σ’ αυτά τα τελευταία βρίσκομαι τώρα. Όχι, δεν ταξιδεύω ούτε έφτασα από κάπου. Βγήκα να περπατήσω εκεί όπου η φλέβα της πόλης δεν φτάνει. Έφτασα απ’ έξω και σκέφτηκα για λίγο μήπως πάρω το πιο φτηνό εισιτήριο για το επόμενο λεωφορείο και φύγω. Έψαξα τις τσέπες μου, αλλά το μόνο που κουβαλάω πάνω μου είναι τα κλειδιά και τα τσιγάρα μου. Κυριακή απόγευμα, λίγο πριν πέσει ο ήλιος, κάνα δυο βαριεστημένοι τύποι να περνάνε ανά μισάωρο, οι κινητήρες των λεωφορείων να ζεσταίνονται, κι εγώ εδώ να μην έχω πού να πάω. Περνάω τον δρόμο για να βρεθώ δίπλα στην θάλασσα. Το τοιχάκι που χωρίζει την ακτή από τον δρόμο δεν είναι τόσο ψηλό κι ανεβαίνω πάνω όπως-όπως. Κάθομαι με τα πόδια ανοιχτά να αγκαλιάζουν την πέτρα, η μισή να κοιτάζω τα λεωφορεία που μπαινοβγαίνουν απ’ τον σταθμό κι άλλη μισή το φως του ήλιου που κάνει το μπλε να γυαλίζει. Με την αριστερή μου πλευρά να κοιτάζει την ασταμάτητη κανονικότητα αυτού που έχουμε φτιάξει ως ζωή και την δεξιά να ατενίζει μια αδιάκοπη κίνηση ανεξαρτήτως ανθρώπων, πόλης, παλμού και φτηνών εισιτηρίων, αναρωτιέμαι αν ποτέ θα γινόταν να σμίξουν αυτά τα δύο, να γίνουν ένα μίγμα από πέτρες, ανυπομονησία, φως και καπνό. Γυρνάω την πλάτη μου στα κτελ και κοιτάω ευθεία τον ήλιο να βουτάει στο νερό και φαντασιώνομαι αυτήν την ακατάληπτη ιδέα, σαν χαμένη σε τρανς. Το λεωφορείο που φεύγει πίσω μου παίζει την κόρνα–ποιος μας εγγυάται ότι τούτη η εξωπραγματική σούπα θα ’ταν νόστιμη;

Μυρίζεις αλμύρα. Σαν να έχεις κολλημένο πάνω στο κορμί σου ένα χοντρό πανί μουλιασμένο σε ιδρώτα και ωκεανό. Η ζέστη είναι αφόρητη, τα ρούχα μας έχουν γίνει ένα με το πετσί μας και τώρα απλώς θέλω να τα βγάλω. Κατεβάζεις μια τζούρα, την κρατάς στα πνευμόνια σου κι ύστερα βήχεις για να σωθείς από βέβαιο πνιγμό. Γελάω με την καρδιά μου. Το φεγγάρι πίσω από το κεφάλι σου κάνει το περίγραμμά σου να λαμπυρίζει, μικρές πυγολαμπίδες ξεφεύγουν από τα μάτια σου κάθε που κουνιέσαι προς το φως, και τα δόντια σου φωσφορίζουν όσο μου χαμογελάς. Μία-μία οι σπίθες που εκτοξεύονται γύρω σου κάνουν τα μάτια μου να ανοίγουν διάπλατα, σαν να θαυμάζω για πρώτη φορά το ατελείωτο του κόσμου μας. Αφήνω τα δάχτυλά μου να γλιστρήσουν στο υγρό δέρμα σου, αγκαλιάζω με το χέρι μου τους μύες σου, τους ζουλάω ψάχνοντας μια τρύπα να μπω μέσα τους, να γίνω μέρος σου. Η ανάσα σου μυρίζει φρεσκοκομμένο καπνό και φτηνή μπύρα. Όταν ενώνεται με την ξινίλα της δικιάς μου, φτιάχνουν ένα μεταλλικό κοκτέιλ που εκρήγνυται στις γλώσσες μας. Ο χρόνος έξω από εμάς συνεχίζει να κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις, όπως μπορεί: τα κύματα να σκάνε στην βρεγμένη άμμο, το φεγγάρι να γέρνει πίσω από τα βράχια, τα ξένα πόδια να σέρνονται στην ακτή. Και εμείς τον παρακολουθούμε από μια στατική γωνιά, ντυμένοι έρωτα και την βεβαιότητα ότι δεν θα μας βρει ποτέ εδώ που κρυφτήκαμε. Πετάω τα ρούχα μου και τρέχω στην παραλία. Τα πόδια μου βουλιάζουν και πέφτω στα γόνατα, μόνο για να ξανασηκωθώ, να ξανακάνω το ίδιο λάθος, να με κυνηγήσεις όσο γελάω έξαλλη. Με πλησιάζεις και σου τ’ ορκίζομαι πως βλέπω να με αγγίζεις πολύ πριν το κάνεις, σαν να ’χες βγει από το σώμα σου και να ήσουν ήδη κοντά μου. Σου λέω να βουτήξουμε, τώρα, την νύχτα, στην ίδια θάλασσα που το πρωί πήγε να με καταπιεί. Δεν με αφήνεις, θα ήταν αλόγιστος ο χαμός αν και ποιητικός. Συνέρχομαι. Το ασημένιο φως που τώρα μας χτυπάει την πλάτη είναι το μόνο που υποδεικνύει ότι δεν θα ξεφύγουμε από τα νύχια του χρόνου.

Αριστερό πόδι πατάει πεντάλ. Δεξί χέρι αλλάζει από δευτέρα σε τρίτη. Δεξί πόδι πατάει πεντάλ και αριστερό ξαμολιέται στο πλάι. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά στο στήθος μου, αλλά λίγες μέρες πριν θα το σφυροκοπούσε, θ’ άνοιγε μια τρύπα στο στέρνο μου και θα χυνόταν πάνω στο τιμόνι. Τώρα απλώς μου θυμίζει ότι είμαι ακόμα καινούρια. Κοιτάω όσο πιο πολύ μπορώ στο βάθος, αλλά το βλέμμα μου δεν φτάνει πολύ μακριά, το κόβουν οι στροφές που έρχονται. Δεν μπορώ να κοιτάξω τον χάρτη, κι όταν ρίχνω κάνα βλέμμα από το παράθυρο, νιώθω το αμάξι να γλιστράει στα πλάγια. Μόνο κλεφτές ματιές ρίχνω και μετά το μετανιώνω. Καλύτερα να κοιτάω μπροστά, καλύτερα να ξέρω πού πηγαίνω. Έτσι κι αλλιώς, δεξιά, αριστερά κι ευθεία, εδώ είναι το ίδιο πράγμα: ένα φωσφοριζέ πράσινο να γεμίζει τον τόπο, να τυλίγεται σε κορμούς δέντρων που έχουν λυγίσει πάνω από την επαρχιακή οδό κι έχουν φτιάξει ένα λαχανί ταβάνι που αφήνει μόνο μερικές αχτίδες φωτός να φωτίσουν την άσφαλτο. Τα χέρια μου γέρνουν δεξιά και στην κορυφή της στροφής αρχίζουν να λασκάρουν. Το τιμόνι γλιστράει μέσα στις παλάμες μου, ισιώνει και το γραπώνω για να το στείλω απ’ την άλλη μεριά. Η κατηφόρα με παίρνει μέσα στο σιδερένιο κουτί μου, αλλά η πτώση δεν ολοκληρώνεται, σαν κάτι να την κρατάει. Ίσως ήρθε η στιγμή να πάω με νεκρά. Αριστερό πόδι στο πεντάλ. Δεξί χέρι λύνει τον μοχλό. Αριστερό πόδι ξαμολιέται στο πλάι. Οι ρόδες τσουλάνε στο ραγισμένο οδόστρωμα και τα χέρια μου προσπαθούν να κρατήσουν την πορεία. Νιώθω ότι το αμάξι έχει βγάλει φτερά, κανονικά φτερά, όχι ατσάλινα αεροπλάνου, αλλά με πραγματικά οστά και πούπουλα. Σαν να μην ακουμπάει στο έδαφος, να αιωρείται, να έχει νικήσει στιγμιαία την βαρύτητα και να πηγαίνει να βρει την αρχή του χρόνου. Το δεξί μου πόδι είναι σταθερά πάνω από το μεσαίο πεντάλ και περιμένει. Κρατάω το τιμόνι σαν ασπίδα απέναντι στο σμήνος από πεταλούδες που κάνουν τους καμικάζι στο τζάμι που με χωρίζει από τον έξω χωροχρόνο. Τώρα, η καρδιά μου αντηχεί στον λαιμό μου. Η ζωή μου είναι στα χέρια μου.

καρφίτσα #31

Πάλι δεν σημείωσα τ’ όνειρό μου. Το ‘χα εδώ στα χείλη, το έπαιζα σε επανάληψη στο μυαλό μου, με τα μάτια κλειστά, με την σιγουριά ότι δεν ήταν αναγκαίο, θα το θυμόμουν. Αλλά κάπου ξεγλίστρησε σαν σαλάκι πάνω στο μαξιλάρι, πότισε για λίγο την σκέψη μου κι έπειτα εξατμίστηκε. Η αλήθεια είναι πως όσο έπαιζα στο μυαλό μου το όνειρο στο ριπίτ, σκεφτόμουν ότι δεν υπήρχε λόγος να το γράψω, δεν είχε κάτι περισσότερο από τον σκοπό που εξυπηρετούσε: να καθαρίσει το μυαλό μου από την κουραστική ανία μιας επίπεδης καθημερινότητας.

Το πρώτο όνειρο που έγραψα στο ημερολόγιο ονείρων μου ήταν: «το καπέλο του Μπαμπαντούκ – η Έλενα στην παραλία». Το δεύτερο ήταν μια μικρή παράγραφος, αν δεν με ξεγελάει η μνήμη μου. Από εκεί και πέρα, οι ιστορίες περιπλέκονταν. Με το σημειωματάριο πάνω στο ξέστρωτο κρεβάτι και το στυλό να τρέχει άτσαλα πάνω στο χαρτί, έγραφα σελίδες επί σελίδων, χωρίς ν’ ανοίγω τα βλέφαρα μην και προλάβουν να δραπετεύσουν οι εικόνες από τις κόγχες μου. Άπαξ και αρχίσεις την καταγραφή ονείρων, είναι δύσκολο να τη σταματήσεις. Σταματάς γιατί είσαι ευτυχισμένος ή επειδή σε τρομάζει ο βυθός και η μαυρίλα του που έχουν στηθεί μπροστά στα μάτια σου.

Ξέρεις, στον βυθό δεν ακούς σχεδόν τίποτα πέρα από χαλίκια και την άμμο να χορεύουν το ένα πάνω στο άλλο. Σκοντάφτουν καμιά φορά πάνω σε τσίγκινα κουτάκια και πλαστικά μπουκάλια, πεταμένα για χρόνια να γεμίζουν το υγρό κενό σου. Τα ψάρια που περνούν από κάτω σου –ή δίπλα σου αν καταφέρεις να τα πείσεις ότι είσαι δικός τους– είναι σαν την σκιά σου σε μια καταφώτιστη αίθουσα και οι μπουρμπουλήθρες που βγάζουν είναι άηχες βόμβες ναπάλμ. Κι αν πας ακόμη πιο βαθιά, όταν έχει πλέον συνηθίσει η όρασή σου στην απουσία φωτός, το μόνο που σου μένει για να βρεις το δρόμο της εξόδου, είναι αυτοί οι ξεροί ήχοι που κάνουν τα πετραδάκια όταν βρίσκουν σε κάτι άψυχο. Την πρώτη φορά που ένας τέτοιος ήχος γέμισε τ’ αφτιά μου, νόμιζα ότι ήταν αλάτι που κάποιος έριχνε με την σέσουλα στην θάλασσα. Σκέφτηκα ότι ψάχνει να φτάσει στον πάτο, να κρυφτεί κάτω από κάποιο κουφάρι ή μέσα σε κάνα κοχύλι, μπας και σωθεί από το αναπόφευκτο της ολοκληρωτικής διάλυσης: μια υποχρεωτική ένωση όπου και οι δυο σταματάνε να είναι μονάδες και παραδίνονται στην διαιώνιση μέσω της μετάλλαξης. Μετά κατάλαβα ότι το μόνο που μπορεί να κάνει ήχο στον βυθό είναι η κρούση.

Κι έτσι, κάθε βράδυ, βουτάω μέσα μου, πιάνω πάτο και ψάχνω στα τυφλά να βρω την έξοδο. Τεντώνω το καλό αφτί μου για να πιάσω καλύτερο σήμα και να καταγράψω όλες αυτές τις μικρές ή μεγάλες συγκρούσεις, τον δικό μου μίτο σ’ έναν υδάτινο λαβύρινθο. Και να σου πω πιο είναι το πιο τρομακτικό; Σε τούτον τον κόσμο δεν υπάρχουν τοίχοι για να κρυφτείς από το τέρας που κυνηγάς.

Fuga

Μυρίζει καπνός παχύς, από αυτούς που κολλάνε στην μύτη. Στάχτες πέφτουνε στα μαλλιά μου. Οι ναοί στον λόφο ψηλά λάμπουν και είναι κόκκινοι. Δεν έχω που να πάω. Στα αριστερα μου παραμονεύουν άντρες πολλοί, μας κοιτάνε πίσω από τις μάσκες τους. Στα δεξιά μου εφτά καλόγριες έχουν στηθεί με αλυσίδες και μας περιμένουν. Δύο φλεγόμενοι πυλώνες πετάνε στον αέρα, αφήνουν πίσω τους μια ουρά στον σκοτεινό ουρανό και κάνουν ελεύθερη πτώση με προορισμό τα κεφάλια μας. Πηδάω ευθεία μέσα στη φωτιά.

[Μαύρο]

Ξυπνάω σε ένα ξύλινο σπίτι, μικρό και ακατάστατο. Στο κομοδίνο υπάρχει ένας καφές που αχνιζει. Ο δραπέτης, καταδικασμένος σε ισόβια, έχει φτιάξει το αμάξι μου, μου έχει ετοιμάσει πρωινό και περιμένει στο τραπέζι της κουζινας. Τρώμε το ξεροψημενο ψωμί με την μαρμελαδα μύρτιλο χωρίς να μιλάμε. Σπρώχνει ένα φάκελο προς το μέρος μου και φεύγει.

[Λευκό]

Ο ουρανός είναι μπλε με όγκους γκρίζους που ακόμα αιωρούνται, σαν πάπλωμα πουπουλένιο. Η πόλη από μακριά μοιάζει κονσέρβα πνιγμένη σε ενα ατελείωτο πράσινο. Με έναν καινούριο χάρτη στο δεξί, με σημειώσεις από κάποιον άλλον, χωρίς κάποια πορεία χαραγμένη, και το κλειδί στο αριστερό, ανοίγω την πόρτα του αμαξιού. Μυρίζει λάδι και βενζίνη. Βάζω μπροστά.

ΥΓ: Μας εύχομαι πάντα δραπέτες στις φωτιές.

Φρέσκια τσίκνα

– Καλά μανάρι μου, πόσα χρόνια θες να περάσουν για να μάθεις να βάζεις αντηλιακό;

– Θα έλεγα πάνω από δέκα, αλλά μοιάζουν λίγα πια.

– Τουλάχιστον, καπέλο έβαλες;

– Καπέλα βάζω μόνο την νύχτα.

– Μυρίζεις, μανάρι μου.

– Σαν τι μυρίζω;

– Χμμμ… Ήλιο σίγουρα.

– Και;

– Στεγνή λάσπη.

Ανακοίνωση

Ξέρω ότι έχω απουσιάσει καιρό. Άφησα τον χρόνο να με πάρει μπάλα και αυτήν την σελίδα να παγώσει. Παρόλο που δεν ανέβαζα τίποτα απολύτως, δεν θέλησα να σβήσω αυτό το μπλογκ, για διάφορους – ουσιαστικούς ή μη – λόγους.

Αποφάσισα, λοιπόν, μετά από τόσα χρόνια να αναβιώσω αυτόν τον χώρο, με μία κάπως διαφορετική μορφή, καθώς όσο και να θέλουμε να παινευτούμε ότι είμαστε οι ίδιοι, ευτυχώς με τον καιρό αλλάζουμε. Στην κεντρική σελίδα θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν Καρφίτσες. Πλέον θα υπάρχουν διαφορετικές σελίδες-θεματικές, όπου θα ανεβαίνουν νέα κείμενα, κυρίως διηγήματα ή μικρά χρονικά. Τα Ταξιδιωτικά αναφέρονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στην (μετα)κίνηση. Τα Ονειρικά έχουν ως άξονα τον κόσμο του ύπνου αλλά και του ασυνείδητου ξύπνιου. Τα Των Άλλων είναι μια προσπάθεια να μεταφέρω στα ελληνικά μέρος αυτών που μου έχει πειράξει τα γρανάζια.

Καλωσήρθατε στον χώρο μου! Καθίστε αναπαυτικά και απολαύστε κάτι μικρό αλλά δικό μου.

καρφίτσα #30

img_8501back

Καλησπέρα σας. Είμαι καινούρια εδώ. Ήρθα να πατήσω το βρωμοπόδαρό μου στην γη σας, να αναπνεύσω την υγρασία του αέρα σας και να κλέψω μικρές μοναχικές στιγμές σας. Ήρθα για λίγο, ίσα ίσα να σκαλίσω το κακάδι που ‘χει φυτρώσει στις ζωές σας, να ανοίξω μια ακρούλα της κόρας μπας και ξαναχύσετε αιματάκι. Έτσι, μόνο για να αναγκαστείτε να γλείψετε το ίδιο σας το κορμί στην τελική. Άργησα λίγο αλλά τα κατάφερα. Τώρα βρίσκομαι εδώ στα σκοτεινά και θα αρπάξω όλα τα μυστικά σας.

 


[ημέρα ø]

καρφίτσα #29

Ζούμε σε άλλους πλανήτες. Καθείς κι ο μπαγλαμάς του. Όλοι έχουμε τα προβλήματά μας, την μίζερη καθημερινότητά μας, την κίνηση που τρώμε στην μάπα ή τον παπάρα που θα μας σκουντήσει και θα πέσει το τσιγάρο που κάναμε τράκα από τον χι ψι βλάκα γνωστό που του μιλάμε υποχρεωτικά [επειδή έτσι είναι η ζωή και κάποιες σκέσεις τις κρατάς για το κοινωνικώς αποδεκτό] και τα νοίκια που τρέχουν και τους απλήρωτους λογαριασμούς και την σκατοψυχιά που μας περικλύει από τους καθωσπρέπει, την επιβολή πάνω μας στο σώμα μας στον νου μας στον χρόνο μας [γύρω γύρω όλοι] στο είναι μας. Βία. Όλα βία, φυσική ή όχι. Έχει σημασία ναι ή όχι; έχει; έχει.

Ελάτε να σκοτωθούμε ή να δούμε να σκοτώνουνε ή να σκοτώνονται. Εδώ; Μπα. Εκεί μακριά που συμβαίνει γιατί συμβαίνει και γιατί το ξέρουμε και γιατί το αποδεχόμαστε ως κάτι δεδομένο. Για εκεί και για τότε. Γιατί το περιμένουμε και ξέρουμε ότι θα συμβεί. Σε εκείνον τον χώρο. Στον εδώ χώρο όχι.

Ο υποτιμημένος χώρος. Αυτός που θα είναι για πάντα στο φτύσιμο γιατί έχει γίνει δεύτερο πετσί μας και έπεσε στην κατηγορία μπασκλασαρία. Οι τοίχοι που μισούμε και οι δρόμοι με τις λακούβες. Τα παράθυρα με τα κάγκελα και τα τεράστια κτήρια. Η μπόχα από τα σκουπίδια των γειτόνων. Ή μια πλατεία που πέρναγες τις κοπάνες μικρός με την παρέα ή λοφάκια και πεζόδρομοι αλητεία και γωνιές που πέτυχες εκείνες τις ταλαιπωρημένες φάτσες κι έπιασες ψιλοκουβέντα μέχρι να περάσει η ώρα να έρθει το λεωφορείο. Δεν έχει σημασία. Ο χώρος είναι πάντα εδώ, δεν δίνει το εξτραδάκι του, τον έχουμε σου λέω του γαμάμε άμα θέλουμε. Και δεν του γαμάμε ποτέ. Μας γαμάει αυτός. Μας περικυκλώνει και μας καταπίνει μέσα στην μικρή ζωούλα μας. Και μένουμε εκεί στην ίδια εξελισσόμενη πραγματικότητα. Και το εκεί μένει στο εκεί. Και το πιο πέρα στο πιο πέρα και πάει λέγοντας. Και ο καθείς του εκεί και του εδώ και του πάνω και του κάτω μένει στον δικό του πλανήτη και στην φασάρα του. Και όλοι να κυνηγάμε τον ίδιο πολύτιμο χρόνο. Να φτάσουμε, να προλάβουμε, να ξεπεράσουμε τα όρια και να ζήσουμε τα περισσότερα των περισσοτέρων που θα ζήσει κανείς. Οι μαϊμούδες που τρέχουν να πιάσουν την μπανάνα στην βιντεοπροβολή. Αυτό είμαστε.

Ίσως δεν έχουμε καταλάβει ακόμη ότι δεν είμαστε φτιαγμένοι για να περνάμε τις ζωές μας τρέχοντας πίσω από τον χρόνο. Τα μέλη μας, εξάλλου, μας το δείχνουν όσο φορτώνουμε χρονάκια. Πήραμε λάθος την στροφή και μάλλον καλύτερα θα ‘ταν να πάμε από την παράκαμψη που βγάζει στον χώρο, να κάνουμε καμιά βολτίτσα στους άλλους πλανήτες, μπας και καταφέρουμε να πιάσουμε το νόημα σύντομα. Συνολικά.

καρφίτσα #28

Έλα να παίξουμε στις εξοχές, γιατί το Πάσχα πέρασε και πού καιρός για να μικρύνουμε πάλι…

καρφίτσα #27

πεταμένα κουτάκια μπύρας από δω κι από κει ξεμέθυστα τασάκια τίγκα στην βρωμόσκονη και τις στάχτες παντού απλυσιά και κατάντια οι μισοί πεταμένοι στο πάτωμα κι οι άλλοι μισοί στο μπαλκόνι να ατενίζουν την νύχτα που γίνεται μέρα πνιγμένοι στους εμετούς τους. προσπέρασε τα πτώματα που ροχάλιζαν μεγαλειωδώς στο σαλόνι του σκοντάφτοντας πάνω τους πατώντας ρούχα και πανιά και χέρια χωρίς να τον νοιάζουν τα αχ βαχ και τα κοιμισμένα γαμωσταυρίδια των λιωμένων κούτσουρων. έφτασε στο μπάνιο και αντίκρυσε την βουλωμένη χέστρα να ξεχυλίζει με εμετούς και αίματα και σκατά και ευκοίλιες που βρωμάγαν ποτίλα και μες στην θολούρα του είπε δεν γαμιέται και κάθισε στον θρόνο του τρέινσπόττινγκ. ένιωσε λίγο περίεργα σαν να το είχε ξανακάνει σαν να ‘ταν ρέντον αλλά δεν ήταν προφανώς κάτι περισσότερο από μια κακιά κόπια του και μόνο στιγμιαία. και με το που η κωλοχαράδρα του χτύπησε επιφάνεια βόθρου πετάχτηκε στον αέρα. όχι δεν είναι ρέντον ούτε όσκαρ είναι που δεν θα ‘θελε να ‘ταν για να λέμε την αλήθεια αλλά στην χειρότερη τι να κάνεις θα το δεχτείς. αρκεί να ‘σαι πρωταγωνιστής. ψάχτηκε που να χέσει μέσα στο μπάνιο και βρήκε την τέλεια λύση. έσκαψε στο λεκανάκι κι έκανε πέρα τις σκόνες γονάτισε κι έριξε το βάρος στα δάχτυλα των ποδιών του και έσκασε η κουράδα μεγάλη και καφέ μετά από την κλανιά βροντή που ξύπνησε κάνα δυο από τα πτώματα του σαλονιού. με ευχαρίστηση σκούπισε τον κώλο του με ό,τι βρήκε πρόχειρο δηλαδή με το συρματάκι για τα ταψιά αλλά ποιόν τον νοιάζει στην τελική το τσούξιμο μέσα στο κάψιμο του χανγκόβερ σ’ ένα υπερθεαματικό κινηματογραφικό χέσιμο κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. γυρνώντας το κεφάλι στα δεξιά πέτυχε τον γάτο του σπιτιού στο παράθυρο να τον παρακολουθεί με την γαμηστερότερη γουάτ δε φακ φάτσα έβερ. συνειδητοποίησε ότι ναι ρε φίλε είναι πρωταγωνιστής και να πάνε όλα να γαμηθούνε. όπως και να ‘χει ο μάγκας στο παραθύρι του έλεγε ότι γούσταρε πάντα να βλέπει αριστόγατους να χέζουν στον δικό του θρόνο.

καρφίτσα #25

Βαρέθηκα να σου στέλνω γράμματα μωρό μου. Βαρέθηκα να σου λέω λεξούλες και να μην μπορείς ποτέ να καταλάβεις τι εννοώ. Βαρέθηκα ρε μαλάκα.

// έκανα ένα βήμα πίσω κι έπιασα το ξυλάκι

η μύτη του άγγιξε το πάτωμα

ζωγράφισα την γραμμή στραβάάνισαάδικα

και χώρισα την γη στα δύο//

Βαρέθηκα να σε βλέπω να γκρινιάζεις και να μην παίρνεις χαμπάρι ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι για μας. Ή εμείς δεν είμαστε για αυτόν. Ή δεν είμαστε για τίποτα. Βαρέθηκα να σε ακούω να φωνάζεις τις νύχτες στον καθρέφτη απέναντί σου λες και περιμένεις το είδωλό σου να ανεξαρτητοποιηθεί, σε μια παραληρηματική ψευδαισθησιογόνα εξέγερση. Βαρέθηκα.

// κοίταξα την γραμμή κι εσένα να πλαισιώνεις το οπτικό μου φόντο

κοίταξα πίσω μου μπας και καταλάβω πως με βλέπεις εσύ

έκανα ένα τσακ και πήδηξα στον αέρα

προσγειώθηκα με τα δυο πόδια στην απέναντι πλευρά

κοίταξα μπροστάπλάιμπροστάάλλοπλάι

και δεν σε βρήκα//

Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια. Βαρέθηκες τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια. Μας βαρεθήκαμε. Και δεν έχω άλλες αντοχές να εξηγώ τα τεκμηριωμένα και τα ανεξήγητα. Όχι άλλες κουβέντες. Βαρέθηκα.

// γύρισα προς τα πίσω και σε είδα

να έχεις πηδήξει στην άλλη μεριά

να έχεις προσγειωθεί με τα δύο πόδια στο άλλο κομμάτι γης

πάντα συγχρονιζόμασταν

αυτό είναι το πρόβλημα, τελικά//

IMG_4916

IMG_4922

IMG_5105    IMG_5085

IMG_5012      IMG_4975

IMG_6168

IMG_5858    IMG_5840

IMG_5828

IMG_5687

IMG_5642

IMG_5627

IMG_5619

IMG_5573

IMG_5569

IMG_5567    IMG_5558

IMG_5552

IMG_5529

IMG_5523

IMG_5522

IMG_5502

IMG_5494

IMG_5493

IMG_5477

IMG_5469

IMG_5435

IMG_5379

IMG_5283

IMG_5212

IMG_5202    IMG_5117

IMG_5115

IMG_5114

IMG_5113

[είπα να σου δείξω κάτι μικρό ξένο αλλά δικό μου]

ένας λόγος ακόμη για τις κάμπιες

epp_0078

Είναι που μου λείπει η αγκαλιά σου που μπορεί να μην μου την έδινες πολύ συχνά, αλλά όταν το έκανες ήταν λες και ήμουν κάμπια σε κουκούλι. Ήμουν αλήθεια κάμπια. Άσχημη και βρωμιάρα, όλοι με πατάγανε από απέχθεια ή απλά για να παίξουν. Όπως τότε που εμείς παίζαμε στο λοφάκι που υπήρχε δίπλα στο προαύλιο του σχολείου, αυτό με τις βελανιδιές και τα ψηλά κάγκελα βαμμένα μπλε, απ’ αυτό το μπλε που σου θυμίζει ότι «πρέπει να ‘σαι πατριώτης παιδί μου», και λίγο πιο πάνω από το τσιμεντένιο βερικοκί προς εμετί πηχάκι που χώριζε το έξω σε τρεις ζώνες:

ΑΥΛΗ

—————————————–

ΒΕΛΑΝΙΔΟΛΟΦΑΚΙ

—————————————–

ΚΟΣΜΟΣ

Και τρέχαμε έξω, εκεί κοντά στον απρίλη ή τελοσπάντων μια άνοιξη, καταλαβαίνεις, αυτήν την ενοχλητική εποχή που δεν ξέρεις τι να φορέσεις, τότε που το μετρό βρωμάει σαν χυσαμόλια μηνών μαζεμένα σε βαζάκι. Τότε τελοσπάντων εμείς πηγαίναμε στο λοφάκι για λίγη σκιά και για να πατήσουμε κάμπιες ψάχνοντας να εκδικηθούμε για τα κοκκινάδια στα μπούτια μας. Α, και να κοιτάξουμε ένα κομμάτι κόσμου. Τότε ο κόσμος ήταν σαν ζαχαρόπαστα που καλύπτει μια τούρτα, σαν να ‘μασταν εμείς στο μέσα της τούρτας και ο κόσμος το απ’ έξω της, αυτή η λιχουδιαστή κρύα ζύμη, που όταν τη δοκιμάζεις νιώθεις έναν μικρό γευστικό οργασμό. Ε εμείς που ήμασταν το μέσα, τρώγαμε χώμα, βελανιδοβελόνες και φαγούρα καμπίσια μπας και καταφέρουμε –κάποτε- να χορτάσουμε λίγο έξω. Και τον παίζαμε φαντασιακά σκεπτόμενοι έναν κόσμο γεμάτο πορτοκάλια και γαμήσια. Και γαμήσια πάνω σε πορτοκάλια. Και πορτοκάλια γαμηστερά. Και γενικώς όλη αυτήν την καύλα που μυρίζει όξινο. Σκοτώνοντας κάμπιες.

Τα κουκούλια βέβαια, ποτέ δεν τα πειράζαμε. Όλα κι όλα. Είχαν αυτό το πρεστίζ του πλεκτού από μετάξι και δεν τ’ άγγιζε κανείς. Ίσως είναι που γυαλίζανε πού και πού στο φως και ως κλασικοί πίθηκες εμείς χάφταμε την ψευτιά, εξάλλου ήμασταν ήδη συνηθισμένοι σ’ αυτό. Τι πέντε τι δέκα τι δύο χρονώ στο ίδιο μονότονα παθητικό θέαμα εκτιθόμασταν από πάντα. Ίσως, βέβαια, και να έφταιγε που μοιάζαν σαν βαμβάκι και ποιος το χέζει το βαμβάκι, σιγά τον εχθρό, τι να κλάσει. Μπορεί να ‘ταν και που το δικό μου σχολείο ήταν κότες, όπως έλεγε το δεύτερο δημοτικό Μ. (για ευνόητους λόγους το σχολειό θα παραμείνει ένα μι με μια τελεία, σαν να λέμε λογοκριμένη μαλακία –όπως όταν γράφεις στο γουόρντ και σου σπάει τα παπάρια με τις κόκκινες πουτσοτριχόγραμμες). Εκείνοι, λοιπόν, ήταν σόρτ οφ οι ανθρώπινες κάμπιες μας. Επειδή ήταν σε χαλημότερο επίπεδο λόγω κατηφόρας τρώγανε όλα τα νεράτζια στο κεφάλι. Ε, και φυσικά τα παίρνανε και προσπαθούσαν να μας πετάξουν κι αυτοί νεράτζια, αλλά σιγά μην φτάνανε στα έξι μέτρα ψηλά. Γέλια που κάναμε, θυμάμαι. Ε, και τους γαμάγαμε γενικώς στον νερατζοπόλεμο, όχι για κανέναν άλλον λόγο απλώς γιατί βρεθήκαμε τυχαία πιο ψηλά.

Νομίζω ότι το σχολείο ήταν επίτηδες φτιαγμένο σε κλίση για να μας θυμίζει σε όλα εμάς τα φιλότιμα και καλά παιδάκια ότι η ζωή άλλους τους ρίχνει στα ψηλά, άλλους στα χαμηλά, ε και να μην τα πολυλογούμε, αυτοί που είναι στα πιο ψηλά θα στον καρφώνουν ασάλιωτο τόσο όσο μέχρι (                      ). Ας πούμε ότι ακόμη κι η κατασκευή του σχολείου πρέπει να σου θυμίζει να γίνεις κουκούλι κι όχι κάμπια γιατί αλλιώς την έκατσες την βάρκα. Γιατί την κάμπια θα την ποδοπατήσουν κάποιες άλλες κάμπιες που ανήκουν σε άλλες κάμπιες και πάει λέγοντας έτσι βαρετά. Εκτός και αν τυλιχτείς με γυαλιστερά εξώφυλλα. Εκτός κι αν γίνεις σα λατέρνα, μια κιτς εκδοχή του πάντα καμπίσιου εαυτού σου. Τότε θα επιβιώσεις.

Εσύ όμως πάντα με έβλεπες σαν κάμπια γυμνή και με αντιμετώπιζες έτσι. Με αγάπησες για την ασχήμια μου και το γλοιώδες έρπον κορμί μου. Κι όταν σερνόμουν πάνω σε πέτρες και χώματα μου έλεγες «πάντα έτσι να μείνεις, πάντα έτσι να σέρνεσαι. Μπορεί να αναζητάμε τα φτερά γιατί δεν τα ‘χουμε, αλλά το λάθος μας είναι ότι δεν έχουμε καταλάβει πως ποτέ δεν θα τα αποκτήσουμε» κι εγώ δεν έπιανα ακριβώς τι μου έλεγες, ή τελοσπάντων τι εννοούσες.

Αλλά τώρα τα πράγματα αλλάξανε. Τώρα πια ξέρω ότι μόνο κάμπιες θα μείνουμε, για τόσο όσο μέχρι (                      ). Και χαίρομαι, μωρό μου που θα ‘μαστε τόσο δυνατοί μέσα στην ελαχιστότητά μας, που θα προκαλούμε την απέχθεια και τον φόβο μόνο με την ύπαρξή μας στο οπτικό πεδίο των άλλων. Χαίρομαι, μωρό μου, που ξέρουμε –πλέον- ποιοι είμαστε. Το μόνο που μου λείπει, ρε παιδί μου, -και αυτό μόνο καμιά φορά στα δύσκολα και στα μαύρα- είναι το δερμάτινο κουκούλι που έφτιαχνες με τα χέρια σου και με τύλιγες. Έτσι, για να γελάσουμε έστω για λίγα δευτερόλεπτα με αυτούς που μας παρατηρούν με περιέργεια και θαυμασμό σαν χάνοι, να δούμε πως μοιάζουν οι ηλίθιοι ενώ περιμένουν με απόλυτη σιγουριά να γίνουμε πεταλούδες. Δεν θέλω να γίνω πεταλούδα, μανάρι. Κάμπια θέλω να μείνω. Απλώς, να. Αυτό που με μπερδεύει είναι που όταν μου πλέκεις εκείνο το κουκούλι δεν με νοιάζει να φάω καμία ζαχαρόπαστα.

καρφίτσα #21

από τα εδώ στα εκεί

από τα καινούρια στα παλιά

με την γλώσσα έξω να στάζει σάλια πάνω στο μάτι σου

με φανερά τριψίματα για εσένα που κρύβεσαι εκεί πίσω από τα μούσια

με ένα κλείσιμο του ματιού για το πέρασμα από το σκοτάδι στο φως –

και βάις βέρσα                                                                                  |πάλι|

 1

ένα γεια λοιπόν

καρφίτσα #20

θέλω μουσική να βαράει στ’ αφτιά δυνατά να μου γαργαλάει τον ακουστικό πόρο μέχρι να νιώσω τις δονήσεις στο τύμπανο –πιο πολύ θέλω τον κοχλία να νιώσω να χτυπιέται αλλά αυτό δεν παίζει|ας είμεθα λίγο βιολόγοι- θέλω φώτα χρωματιστά μέσα στα σκοτάδια να σκάνε στα πρόσωπά μας ακατάστατα να φωτίζουν λίγο την μύτη σου και λίγο το στόμα μου και το πράσινο να ‘ναι το μάτι σου και το μωβ το πηγούνι μου και το κόκκινο ο κρόταφός σου –σαν να σε|με βλέπω σε εξκουίζιτ κόρπς χρωμάτων- θέλω μπίτια να χτυπάνε το στομάχι μου και να πετάγομαι ολόκληρη να κινούνται οι μύες μου σπασμωδικά στον ρυθμό που παίζει και ο κώλος μου να βαράει τον κώλο του πισινού μου να πατάω δάχτυλα ποδιών από τύπισσες με ανοιχτά παπούτσια –δεν σου κόβει φίλε μου; εδώ τ’ ανοιχτά παπούτσια είναι κατάρα- θέλω να στάζω ιδρώτες και τα ρούχα μου να κολλάνε πάνω μου μέσα στην πιο υγιή βρώμα που παίζει τα ρούχα μου να κολλάνε πάνω σου τα ρούχα σου να κολλάνε πάνω μου να κολλάς στα ρούχα σου να κολλάμε ο ένας πάνω στον άλλον –σαν την μύξα κάτω από το θρανίο/θυμάσαι;- θέλω τα στόματά μας διάπλατα ανοιχτά λες κι είμαστε καρχαρίες και με λίγη χρονοκαθυστέρηση να ακούσουμε τα γέλια να φεύγουν από το εσωτερικό προς τα έξω να συγχρονίζονται να αποσυγχρονίζονται να χάνονται να λιώνουν το ένα μέσα στο άλλο κι όλο αυτό το αισθητικό χάος να εξαπλώνεται από ένα σημείο εκεί αριστερά ψηλά στο επίπεδο της πατούσας προς όλες τις κατευθύνσεις μέσα στον χώρο προς όλες εκείνες τις διαστάσεις που δεν αντιλαμβανόμαστε. να πιάσει πάτο στο κέντρο της γης -με τις πάντες- και να ανατιναχθεί πίσω να αιωρηθεί μέχρι το ταβάνι και να ξαναπέσει στο πάτωμα σε μια ταλάντωση χωρίς προβλεψιμότητα μέχρι τελικά όλοι να καταφέρουμε να γυρίσουμε τα κεφάλια ψηλά με το στόμα πεσμένο σαν από δέος κοιτώντας σα χάνοι τον αντικατοπτρισμό της στιγμιαίας γαματοσύνης μας

ipp_0213

ipp_0214 ipp_0222

ipp_0262

ipp_0261

ipp_0270

ipp_0212

ipp_0211 ipp_0217

καρφίτσα #19

app_0010

Άσε με να σου πω μια ιστορία για τα σώματά μας. Τα σώματά μας είναι φορείς χαρακτήρα και έκφρασης. Το τσίζι «όλα μπορούμε να τα πούμε με μια ματιά» -μ’ αρέσει ή όχι- μερικές φορές ισχύει και δεν είναι απαραίτητο να σημαίνει κάτι σημαντικό για τον βαθμό σύνδεσης δυο ή περισσοτέρων ανθρώπων –απλώς συμβαίνει ή/και μαθαίνεται. Και ας μην γελιόμαστε, όταν οι λέξεις δεν είναι αρκετές [ή ακόμη καλύτερα όταν περισσεύουν] τα σώματα μπορούν να τα πουν καλύτερα. Ποτέ δεν θα καταλάβουμε τι κάνει το σώμα μας αν δεν σταματήσουμε για να το δούμε σε σλόου μόσιον. Ποτέ δεν θα καταλάβουμε το πώς είμαστε αν δεν μας δούμε να κουνιόμαστε να μορφάζουμε να εξηγούμε. Το ωραίο με το να μαθαίνεις μια καινούρια γλώσσα και να την χρησιμοποιείς καθημερινά με ντόπιους είναι ότι βλέπεις τις δυνατότητες που κρύβεις εσύ ο ίδιος, την ανάγκη του να προσαρμοστείς. Το γαμάτο του να μαθαίνεις μια καινούρια γλώσσα στην χώρα που ομιλείται είναι ότι μαθαίνεις τη γλώσσα του δρόμου. Το γαμηστερό|καυλερό|υπερκαιψιμέικο του να περνάς αυτήν την διαδικασία είναι ότι μπαίνεις όλο και πιο βαθειά στην ουσία του κόσμου που ζεις, βρίσκεις κοινωνικά σχήματα, ανακαλύπτεις διαπροσωπικές δυναμικές, ομοιότητες με αυτό που ξέρεις, διαφορές με όλα αυτά που είχες. Κι όταν οι λέξεις σου τελειώνουν, επειδή δεν γίνεται να μεταφραστούν όλα τα μπινελίκια ή η αργκό, τότε είναι που καταλαβαίνεις την δύναμη και τον πολυμορφισμό των σωμάτων. Αρχίζουν και λαδώνουν οι αρθρώσεις οι μύες σου συσπώνται ελαφρώς και τα άνω άκρα σου παίρνουν μπρος, το δέρμα στο κεφάλι σου τσιτώνει και τα μάτια σου ανοίγουν, το πρόσωπό σου υπερβάλει και παραμορφώνεται και όλο σου το σώμα αλλάζει στάση, το κάθε σου κύτταρο στροφάρει. Για να βγάλεις από μέσα σου την ένταση. Για να θρέψεις την γαμημένη ανάγκη της επικοινωνίας.

σκέψου τώρα ανάποδα. τις στιγμές εκείνες

μαζί με εκείνους

που δεν έχεις την ανάγκη

 να βγάλεις λεξούλες από την τρύπα σου.

για να επικοινωνήσεις.

app_0012

καρφίτσα #18

περνάμε τις μέρες μας σε δωμάτια δανικά με ανθρώπους πολλαπλών χρήσεων κυνηγώντας εφήμερες ηδονές πρόσκαιρες ευτυχίες ψάχνοντας μια ιδανική μονιμότητα

ξυπνάμε σε στρώματα σέκοντ χαντ κουλουριασμένοι μέσα στα σλίπινγκ μπαγκ μας τραβώντας τις τσίμπλες από τα βλέφαρα -με τον μέσο και τον παράμεσο πάντα- για να κοιτάξουμε τους άγνωστουςαλλάπάνταγνωστούς που υπνοβατούν γύρω μας

περπατάμε μέσα σε τσιμεντένια κλουβιά σχηματίζοντας πολύγωνα στην προσπάθειά μας να πέσουμε πάνω σε -ή κάτω από- όλους εκείνους που τοποθετούμε στην ανθρώπινη βερσιόν της συλλογής μας από λέγκο

ξεδιάντροπα | χωρίς αιδώ | αναίσχυντα | πρόστυχα | υγρά

ipp_0104  ipp_0101

ipp_0183  epp_0223

epp_0243   epp_0346

epp_0239  gpp_0020

DSCF6336               DSCF6340

στη μέση του χώρου

Είναι λέει μια μικρή πόλη κάπου στην μέση του κόσμου, δίπλα σε μια πόλη δεκάδων εκατομμυρίων. Φτιάξε εικόνα: αυτή η μικρή πόλη –λέει- αποτελείται από χιλιάδες πανομοιότυπα οικήματα τοποθετημένα σε στήλες/γραμμές σε ίσες αποστάσεις το ένα από το άλλο. Κι όλα αυτά τα σπίτια καταλήγουν να σχηματίζουν το μεγαλύτερο τετράγωνο του κόσμου φτιαγμένο από τούβλα και μπετά. Ανά σειρές, μού είπαν, έχουν και διαφορετικά χρώματα, απ’ αυτά τα νεκρά θαμμένα καφέ και σομόν και εμετί, σαν το σάβανο του οπτικού φάσματος. Αυτή η πόλη, που λες, είναι γνωστή ως πόλη-φάντασμα. Δεν υπάρχει ως πραγματική πόλη όπως την ξέρουμε εγώ κι εσύ. Δώσε βάση, αυτά τα σπίτια είναι προς ενοικίαση, όχι όμως τύπου βρήκα το σπίτι μου κι αράζω και το κάνω και δικό μου. Είναι τύπου για ένα μήνα, δυο, έξι, για εργάτες που σκάνε μύτη στο άκυρο. Ή για τύπους που σκάνε να δουλέψουν στο κοντινό μεγαθήριο και δεν έχουν πάρει γραμμή ότι οι αποστάσεις είναι τεράστιες, οπότε καταλήγουν μετά από λίγες βδομάδες να την κάνουν γιατί δεν την παλεύουν στην μέση του πουθενά. Εκεί, λοιπόν, την μέρα δεν βλέπεις κανέναν. Απ’ όταν ξημερώσει μέχρι να πέσει ο ήλιος οι δρόμοι είναι άδειοι, και τα τεράστια λυόμενα σπιρτόκουτα είναι όλα άδεια. Περπατάς σε δρόμους με τους ίδιους κήπους, τους ίδιους τοίχους, τα ίδια αλουμίνια ακόμη-ακόμη και τις ίδιες κουρτίνες και το μόνο που αλλάζει ανά εκατοπενήντα μέτρα είναι το χρώμα. Σκέψου αίσθηση φίλε μου, είναι σαν αυτά τα γκιφάκια που δεν σταματάνε ποτέ, που βλέπεις τον δρόμο να πηγαίνει και να πηγαίνει και να πηγαίνει και να μην σταματάει ποτέ. Με τον ήλιο να σου δέρνει το κεφάλι και να νιώθεις ότι τρως την χειρότερη μαστούρα που έχεις φάει ποτέ κι εσύ να προχωωωράαααααας… Μέχρι να βραδιάσει και ο κόσμος να γυρίσει σπίτι. Για να δει τηλεόραση και να κοιμηθεί. Να κοιτάς από ψηλά όλους αυτούς τους τύπους με τους αριθμούς γραμμένους στο μέτωπό τους να μπαίνουν στα σπίτια τους λες κι είναι μυρμήγκια που χώνονται στις τρύπες τους με το φαΐ στην πλάτη. Γρήγορα. Ο ένας πίσω από τον άλλον. Και κάθε μέρα το ίδιο. Οι ίδιες αποστάσεις, οι ίδιες πορείες χωρίς παρεκκλίσεις, η ίδιες κινήσεις, το ίδιο ωράριο. Τα όλα σου ίδια. Αυτές είναι πόλεις-φαντάσματα φίλε μου, όχι τα ερείπια και τα εγκαταλελειμμένα κωλοχώρια. Πόλεις φαντάσματα στην μέση του  χώρου κι εσύ να περιπλανιέσαι αέναα ανάμεσα σε πανομοιότυπα κτήρια.

καρφίτσα #17

Έτσι όπως πετάγαν τα ρούχα τους γρήγορα και σκίστηκαν λίγο οι ραφές, χαλάρωσαν λίγο τα κουμπιά σκέφτηκε πως οι αισθήσεις είναι μαγικό πράμα. Την τράβηξε απ’ τα μαλλιά και την έσπρωξε πάνω στον τοίχο χώνοντας τα δάχτυλά του όλο και πιο βαθιά στην χαίτη της. Βούτηξε την γλώσσα του στο λαρύγγι της και την κάρφωσε με δύναμη.

 

 

Της είπε

[σ’ αρέσουν τα χρώματα καργιολάκι;]

 

|Ή τουλάχιστον αυτό άκουσε εκείνη|

 dpp_0006 dpp_0012                    dpp_0014 dpp_0020                             dpp_0022 dpp_0023

dpp_0035   dpp_0036   dpp_0038 dpp_0040        dpp_0041 dpp_0042         dpp_0045 dpp_0046 dpp_0047 dpp_0052                     dpp_0008

καρφίτσα #16

dpp_0001

Όλα μ’ ανάποδα.

Όλα στον αέρα κι ανοιχτά. Κι όλα πετάνε γύρω γύρω γύρω γύρω. Για μερικούς κύκλους, αν και –ας μην γελιόμαστε- τα τρίγωνα είναι ωραιότερα. Μη σου πω για τα πολύγωνα. Τα πολύγωνα γαμάνε κώλους φίλε. Γενικώς οι γωνιές είναι ανυπέρβλητες. Πας και χτυπάς με τα καπούλια σε εσωτερικές, εξωτερικές γωνίες, αμβλείες και οξείες –οι ορθές είναι για τον μπούτσο, οι ορθές είναι για τα κουτιά και τα τσιμέντα, οι ορθές είναι παντού τι να τις κάνεις;- και νιώθεις αυτόν τον πόνο τον υπεργαμάτο και πας και βαράς ξανά για να νιώσεις να τρέχει στα κύτταρά σου λίγη ακόμη καύλα. Ηθελημένα. Ζωντανά. Με φόρα. Με δύναμη. Οι κύκλοι δεν είναι ωραίοι. Οι κύκλοι είναι η αρχή των πηνίων. Και τα πηνία είναι μια αντανάκλασή μας. Ζούμε ως πηνία, γυρνάμε κυκλικά επαναλαμβάνουμε τις ίδιες πράξεις μέσα στον χρόνο, επαναλαμβάνουμε τις ίδιες κινήσεις σαν μαριονέτες που έχουν περιορισμένη κινητικότητα, επαναλαμβανόμαστε χωρίς να παρεκκλίνουμε όσο κι αν περνάει ο καιρός. Ασφάλεια λέγεται. Προβλεψιμότητα λέγεται. Όπως και να λέγεται σκατά θα συνεχίσει να είναι. Ώσπου τυχαία θα σκάσει εκείνη η γωνιά που θα σε τρυπήσει ανάμεσα σε δυο πλευρά φτάνοντας σπλήνα, ή εκείνη η άλλη που θα ‘ρθει να σου ξύσει τα κωλομέρια, ή αυτή που θα διακορεύσει το κρανίο σου ανοίγοντάς σου το στόμα|καρφώνοντάς σου το μάτι στον ινιακό λοβό σου –εκεί που του πρέπει. Όλο αυτό σε μια στιγμή. Σ’ εκείνη την στιγμή που θα πρέπει ν’ αποφασίσεις αν θες πορεία πηνίου ή πορεία ακαθόριστη αγκαθωτή.

Όλα με τα μπούνια.

<

<Μη με συγχέετε με πρόσωπα και καταστάσεις, παρακαλώ. Δε θα ‘θελα. Είναι που είμαι ευαίσθητη στις συγκρίσεις, είναι που διαστρεβλώνουν την υποκειμενικά αντικειμενική μου εξωτερική αλήθεια και δεν με ικανοποιεί καθόλου αυτό το δεδομένο. Μπορείτε να συνεχίζετε ελεύθερα να με ορίζετε σε κατηγορίες και υποκατηγορίες, να με βάζετε σε μικρά κουτάκια με ταμπελίτσες χρωματιστές για το κόλορ κόουντ του θέματος, για την δική σας ασφάλεια και κατανόηση. Αλλά όσο με συγκρίνετε ανοιχτά και στη μάπα μου με όλους αυτούς που νομίζετε ότι έχουν σχέση με μένα, θα συναντάτε τον τοίχο μου. Συνεχίστε, παρακαλώ, την αναφορά σας, γράφτε τα στοιχεία μου στην κόλλα αναφοράς που διαθέτετε με αυτό το άσχημο μπλε στυλό με το φαγωμένο καπάκι –δεν κάνει καλό το άγχος, να ξέρετε- εκεί μετά τις άνω-κάτω τελείες, με αυτά τα άσχημα καλικατζαρέικα γράμματά σας που ούτε φαρμακοποιός δεν μπορεί να διαβάσει, αναλύστε σελίδες επί σελίδων τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματά μου, φτιάχτε στήλες και λίστες με τις ικανότητες και την δυναμική μου, κάντε προσθαφαιρέσεις και πολλαπλασιασμούς, βγάλτε τα λογιστικά συμπεράσματά σας για μένα, δώστε μου έναν τελικό συνοπτικό χαρακτηρισμό τεσσάρων σειρών, περάστε τα αντίγραφα της αναφοράς στους ενδιαφερόμενους -ίσως και ανωτέρους σας-, περάστε τα δεδομένα στον υπολογιστή για χάρη της αγαπημένης σας γραφειοκρατίας εκτός της οποίας δεν αναπνέετε καν, κλείστε τον μπεζογκρίζο καταθλιπτικό φάκελό σας και τοποθετήστε τον στο αντίστοιχο κουτάκι, εκεί που θα με βάλετε δίπλα με όσους θεωρείτε ότι μου μοιάζουν ή τους μοιάζω, με όλους αυτούς που με συγχέετε λόγω τυχαίων γεγονότων. Κάντε τα όλα αυτά, παρακαλώ. Με την ησυχία σας. Είμαι διαθέσιμη να σας απαντήσω σε ό,τι χρειάζεστε. Θέλετε να σας μιλήσω για τα έντονα χρώματα που βλέπω τώρα τελευταία στον ύπνο μου; Δεν είναι όλη η εικόνα χρωματιστή, μόνο μικρά σημαντικά κομμάτια της, τα υπόλοιπα είναι ασπρόμαυρα. Αλήθεια, έχουν πονέσει ποτέ τα μάτια σας όσο κοιμάστε; Γιατί εμένα τώρα τελευταία πονάνε, είναι βλέπετε δύσκολο να συνηθίζεις στο ασπρόμαυρο και ξαφνικά μια κόκκινη κούπα ή ένα μωβ κασκόλ ή ένα μπλε ελεκτρίκ πρόσωπο να σου ταράζουν την ομοιομορφία –ένα πράγμα σαν διεστραμμένο κολλάζ. Ξέρω, εσάς δεν σας αφορούν αυτά τα θέματα, το πώς πνίγομαι στον ύπνο μου μέσα σε οπτικές παραισθήσεις, αυτά είναι αμελητέα ή και χαζά. Θέλετε να σας μιλήσω για την καθημερινότητά μου; Θέλετε να σας εξηγήσω πώς είναι να ακούτε συνεχώς, όλη μέρα, όλη νύχτα, κάθε στιγμή της ζωής σας θόρυβο, βαβούρα, εξατμίσεις που σκάνε, σκυλάδικα να παίζουν τέρμα από το απέναντι παράθυρο, αμάξια που κορνάρουν, γειτόνους που ουρλιάζουν, παιδιά που τα χτυπάνε και φωνάζουν κλαίγοντας; Ξέρετε πώς είναι να μην σταματάτε ποτέ ποτέ ποτέ ποτέ να ακούτε θόρυβο; Ξέρετε, άραγε, πώς είναι να μένετε σε υπερυψωμένο ισόγειο λίγα μέτρα από μια πολυσύχναστη λεωφόρο, στην καρδιά μιας πόλης που υπνοβατεί συνεχώς; Σας λέω, ότι δεν βρίσκω ησυχία ποτέ, ούτε όταν κρύβομαι στην αγκαλιά της μαμάς μου, ούτε όταν κλείνομαι στην φαντασία μου. Ξέρετε τι σημαίνει ανάγκη για απομόνωση; Είχατε, άραγε, ποτέ την ανάγκη να απομονωθείτε από όλα τα εξωτερικά ερεθίσματα; Γιατί κι εγώ μόνο από λίγα και σε συγκεκριμένες στιγμές θέλησα να ξεφύγω. Αλλά τώρα έχω αρχίσει να μην ελέγχω την ανάγκη μου αυτή, με πιάνει από τους ώμους και με σμπρώχνει προς τα κάτω, σαν να με βουτάει μέσα σε κινούμενη άμμο. Ξέρετε, πολλές φορές τα μεσημέρια μέσα στην ζέστη και την μπόχα από τους σκουπιδοντενεκέδες που αράζουν κάτω από το παράθυρό μου, θέλω να αποκοπώ εντελώς από το περιβάλλον αυτό. Και κλείνω πορτοπαράθυρα, ξαπλώνω στο πάτωμα, βάζω την μάσκα ύπνου, βουλώνω τ’ αφτιά μου με λιωμένο κερί για να παίρνει το ακριβές σχήμα και να ηχομονώνει καλύτερα, και μένω ακίνητη περιμένοντας ένα τίποτα ολόκληρο να με καλύψει. Πολλές φορές εύχομαι να μπορούσα να κόψω και την αφή. Για την όσφρηση δεν με νοιάζει, την έχω χάσει σε μεγάλο βαθμό εδώ και πολλά χρόνια. Λίγα είναι τα πράγματα που καταφέρνω να μυρίσω, και συνήθως έχουν ως πηγή σώματα. Δεν σας απασχολούν, όμως, αυτά εσάς. Εσείς ενδιαφέρεστε για άλλα πράγματα, έτσι δεν είναι; Τι θα προτιμούσατε να σας πω; Να σας αναλύσω την άποψή μου για τα τεκταινόμενα; Να σας κάνω μια παρουσίαση δοκιμίου; Να δηλώσω ευθαρσώς την πολιτική μου ταυτότητα; Να εκφράσω την πολίτικαλι κορρέκτ υπόστασή μου; Να σας παραθέσω την συλλογιστική μου πάνω στις κοινωνικές δυναμικές; Τι θα σας έκανε ευτυχισμένο αξιότιμε κύριε; Αξιότιμη κυρία; Θα θέλατε να στήσουμε ένα τοκ σόου με κοινό και να μεταλαμπαδεύσουμε γνώσεις στους άπειρους; Να οδηγήσουμε τους νέους μέσω συζήτησης στα σωστά μονοπάτια; Να τραβήξουμε κόσμο με τις γραπτές χιλιοειπωμένες αρλούμπες μας; Τι θα προτιμούσατε να σας πω για να γίνω αποδεκτή, για να μπω στο σωστό κουτάκι, για να μου κολλήσετε τα σωστά χρώματα και να με συνδέσετε με τους Ομοίους μου; Σας κοιτώ και το πρόσωπό σας έχει συσπαστεί με έναν τέτοιον τρόπο, οι μύες σας έχουν διαταχθεί επί του κρανίου σας σχηματίζοντας μια απορία που λέει «δεν μας κάνεις μάλλον, ή όχι μας κάνεις, ή όχι δεν μας κάνεις, ή όχι», μια καρικατούρα που προσπαθεί να_ Σας το ‘πα και πριν. Σας παρακαλώ, μη με συγκρίνετε. Όσο και να προσπαθήσετε, λάθος θα κάνετε. Οι άνθρωποι δεν βρισκόμαστε σε λέξεις και λίστες και ζύγιασμα. Οι λέξεις είναι μια απάτη, ένας παραμορφωτικός καθρέφτης των σκέψεών μας. Οι λίστες είναι μια ψευδής χονδροειδής απεικόνιση του ελέγχου μας, ένας αντικατοπτρισμός της ανασφάλειάς μας. Το ζύγιασμα είναι ο ευτελής τρόπος ανύψωσης του εγώ μας, η κάλπικη αντίληψη ότι έχουμε δίκιο ότι οδηγούμαστε από την λογική. Οι άνθρωποι, όμως, αξιότιμε κύριε/αξιότιμη κυρία βρισκόμαστε σε χρώματα που κατακλύζουν το οπτικό μας πεδίο και ήχους που κάνουν το στομάχι μας να σφίγγεται και απτικά ερεθίσματα και μυρωδιές και γεύσεις καυλερές και ανισορροπίες λίγο πριν πέσουμε από το σκοινί που στεκόμαστε με λυγισμένα γόνατα και μουδιασμένα άκρα. Οι άνθρωποι είμαστε αίσθηση. Και καμία αίσθηση δεν κατάφερε να είναι ποτέ η ίδια με μία άλλη. Καμία αίσθηση δεν επιδέχεται συγκρίσεων << <  <  <   <    <        <

οι επικίνδυνες επιπτώσεις του άγχους

DSCF5838

Κάθισα κι έγραψα εκείνη την σάι-φάι τσόντα που έλεγα. Μοίρασα ρόλους, πέταξα ατάκες, έβαλα χοντρή πλοκή και πολύ [μα πάααρα πολύ] υγρό, ίδρωσα να φτιάχνω ντεκουπάζ, πιάστηκα να ψάχνω καστ, έλιωσα στις πρόβες, έστησα πλάνα, τελείωσα. Σηκώθηκα, παραπάτησα, ένιωσα το κεφάλι μου τεράστιο και κενό σαν μπαλόνι, κάθισα, τα αφτιά μου βούιζαν για κάποια λεπτά. Πήρα το γραπτό, το δίπλωσα, το έβαλα στο συρτάρι με τα ηλεκτρονικά, ευχαρίστησα εκ βαθέων καρδίας όλους τους συμμετέχοντες, τους ξεπροβόδισα, έκλεισα την πόρτα, χαμογέλασα στο κρανίο που κρέμεται στο παράθυρο. Έλυσα την κάμερα, έβγαλα την κάρτα μνήμης, την συνέδεσα με τον υπολογιστή, περίμενα. Περίμενα. Περίμενα. Περίμ.

 

 

 

[στράβωμα στόματος

πέταγμα ματιών εκτός κρανίου

φλέβα στον αριστερό κρόταφο εκτοξεύεται

μίνι εγκεφαλικό]

 

 

 

 

ΠΟΙΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣ ΞΕΧΑΣΕ ΝΑ ΠΑΤΗΣΕΙ ΤΟ ΡΕΚ;

στο μετρό

DSCF5892

Και ξαφνικά είδα την κοπέλα απέναντί μου να τρελαίνεται, να φεύγει απ’ το μυαλό της και να λέει ότι είδε κάποια να πέφτει. Εκεί μας έφτασαν, να πηδάμε στις ράγες του μετρό για τα χρέη. Και δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση, μας έχουν φτάσει στο χειρότερό μας σημείο. Και άρχισα να μιλάω με την διπλανή μου και να της εξηγώ ότι η μόνη σωτηρία είναι ο σύριζα, γιατί δεν γίνεται εγώ που είμαι εξήντα χρονώ να περιμένω άλλα έξη χρόνια την σύνταξη που δουλεύω από τα μικράτα μου κι έχω πληρώσει φόρους και φόρους. Κι όλα εκεί καταλήγουν. Γιατί σιγά μην πήδαγε ο κόσμος και μην αυτοκτονούσε αν είχαν λεφτά να φάνε. Και αν δεν είχαμε τα μνημόνια θα υπήρχε ένας άνθρωπος του μετρό κάτω να προσέχει ποιος περνάει την κόκκινη γραμμή και ποιος όχι και θα τους κρατούσε αυτούς που αυτοκτονούνε. Και μετά πήρα τηλέφωνο τον άντρα μου να του πω τι έγινε γιατί πρέπει να ξέρει γιατί θα αργήσω σαράντα λεπτά παραπάνω. Ε και αφού θα του πω ότι θ’ αργήσω να μην του εξηγήσω με λεπτομέρειες τι έγινε; Και η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος δεν καταλαβαίνει, ούτε και με τις αυτοκτονίες, ότι η πολιτική είναι που μας σκοτώνει. Και τα ‘πα στην κοπελίτσα εκεί δίπλα, αλλά αυτός ο σιχαμένος ο πρεζάκιας μας σταμάτησε, γιατί λέει μπορεί να πάθει τίποτα η έγκυος ή το κοριτσάκι που είδε την άλλη να πέφτει.

Και ξαφνικά άκουσα κάποια να φωνάζει να ουρλιάζει να σκίζεται το μέσα της και να ξεσπά σε κλάματα. Εκεί κοντά μου. Εκείδίπλαμου. Και μού κοπήκαν τα πόδια. Γιατί κάποια, λέει, είχε πέσεις στις γραμμές του μετρό. Και δεν έβγαλα άχνα και δεν την πλησίασα και δεν έκανα άλλη κίνηση από το να βγάλω το μπουκάλι με το νερό μου να το περάσουν στην κοπέλα που δεν είχε σταματήσει να φωνάζει. Και μου κοπήκαν τα πόδια. Άρχισα να τρέμω και να ζαλίζομαι. Και δεν είχαμε αέρα, γιατί έκοψαν το ρεύμα στον συρμό και ήμασταν μόνο με τα φώτα ασφαλείας. Και δεν ήξερα για ποιο πράγμα να λυπηθώ περισσότερο, για έναν άνθρωπο που πέφτει για να βρει το τελευταίο του καταφύγιο, για έναν άνθρωπο που βλέπει το κεφάλι ενός να συνθλίβεται ανάμεσα σε μέταλλα, για έναν άνθρωπο που παίρνει πάνω του το φορτίο του θανάτου ενός άλλου, για έναν άνθρωπο που λιποθυμάει γιατί είναι κλειστοφοβικός, για έναν άνθρωπο που δεν σταματάει να σκέφτεται την απελπισία και την μαυρίλα του κόσμου; Και ίδρωσα. Και ήθελα να έχω ένα μπαζούκα να τους γαζώσω όλους. Όλους εκτός από την κοπελίτσα και τον πρεζάκια που τους έκανε όλους να το βουλώσουν με την πιο απλή ατάκα ‘έχουμε και έγκυο και πανικοβλημένη εδώ μέσα, βουλώνετε τώρα’. Και η αναμονή ήταν τεράστια, ατελείωτη. Και γκρίζα.

Και από το πουθενά άκουσα ένα μεγάλο θόρυβο σα γδούπο και η κοπέλα απέναντι άρχισε να φωνάζει και να κλαίει και μας είπε ότι πήδηξε μια γυναίκα. (μάλλον αυτός ήταν ο γδούπος). Και τρέξαμε όλοι από πάνω της να την δούμε να την φροντίσουμε με τα έντρομα πρόσωπά μας. Και ήμασταν εκεί κοντά σαράντα αθρώποι πάνω από το κεφάλι της όσο φώναζε και ούρλιαζε και της λέγαμε να ηρεμήσει, όλοι με τα γουρλωμένα μάτια μας να την κοιτάνε. Για πάνω από δυο λεπτά. Και δεν ηρεμούσε. Και κάποια στιγμή από κάπου μακριά έφτασε ένα μπουκάλι με νερό, δεν ξέρω από πού. Και μετά έπρεπε να περιμένουμε σαράντα λεπτά μέσα στο τρένο χωρίς ερκοντίσιο χωρίς τίποτα τίγκα στον κόσμο για να μας βγάλουν έξω. Και δεν καταλαβαίνω γιατί δεν προχώρησε ο συρμός. Αφού από την άλλη πλευρά είχε πέσει αυτή. Εμείς θα μπορούσαμε να ‘χαμε φτάσει σύνταγμα. Και έχουμε και την άλλη την αντιδραστικιά που όταν το είπαμε αυτό δυο τρεις άνθρωποι που είχαμε να πάμε στις δουλειές μας μάς την είπε κι από πάνω ότι και καλά εδώ μπορεί να ‘χει πεθάνει ένας άνθρωπος και υπάρχουν και άλλοι τόσοι που το είδαν και θα το κουβαλάνε κι εμάς μας νοιάζουν μόνο οι δουλειές μας. Γιατί να μην με νοιάζει μόνο η δουλειά μου; Αυτή που πήδηξε ήθελε και το ‘κανε. Ηλίθια. Δηλαδή εμείς θα πρέπει να υποστούμε τις συνέπειες των πράξεων αυτών που δεν εκτιμάνε την ζωή; Δεν κατάλαβα. Όλη αυτή η ταλαιπωρία για έναν άνθρωπο που δεν εκτιμάει το θείο δώρο της ζωής; Γιατί; Και δεν της απάντησα γιατί είπα εντάξει ασ’ το να πάει στο δγιάολο. Και περιμέναμε να βγούμε.

Και ακούσαμε ξάφνου από το βάθος έναν πανικό, κάποια να φωνάζει. Και μετά από λίγο ο συρμός σταμάτησε στην μέση του τούνελ. Και από στόμα σε στόμα έφτασε και στ’ αφτιά μας η αυτοκτονία. Και ο κόσμος ήταν πανικόβλητος. Κάτι τέτοια πράγματα σε κάνουν να σκέφτεσαι. Και θέλω μόνο να γυρίσω σπίτι μου. Και πώς να περάσεις την τεράστια αναμονή; Κι έβγαλα το κινητό μου και άρχισα να τραβάω βίντεο και φωτογραφίες τα φοβισμένα καταθλιπτικά πρόσωπα, και την σειρά που ‘χε φτιάξει ο κόσμος για να βγούμε στο τούνελ να περπατήσουμε, και το τούνελ όσο προχωράγαμε προς τον σταθμό της ακρόπολης για να απεγκλωβιστούμε, κι αυτό το έβγαλα βίντεο. Και αυτή η τύπισσα μού φώναξε που τράβαγα με το κινητό, γιατί , λέει, είμαι αναίσθητος και δεν καταλαβαίνω. Και σήμερα φόραγα το καλό μου το κουστούμι και δεν μπορούσα να απλώσω το χέρι μου στον τοίχο του τούνελ, γιατί θα λερωνόταν, θα γινόταν μαύρο. Κι αύριο τι θα φορέσω στην δουλειά.

___________________________________________________Κιεκείπουφεύγαμε|ξαφνικά|είδαμιαγυναίκαναπέφτει.Καιτοκεφάλιτηςνασυνθλίβεταιπάνωσεμεταλλικέςράβδους.Κάτωαπόμεταλλικέςτροχιές___________________________________________________

εσπέχω

_MG_0691

κάθε μέρα ξύπναγε στις έξη και μισή. χωρίς ρολόγια, χωρίς ξυπνητήρια, χωρίς άκρα να τον σκουντάνε. κάθε μέρα στις έξη και μισή άνοιγε τα βλέφαρά του μέσα στο άγχος από τους εφιάλτες και δεν μπορούσε να ξανακοιμηθεί. ανεξαρτήτως της ώρας που είχε πέσει για ύπνο. κάθε μέρα το κεφάλι του έπαιζε ταινίες που τον τρόμαζαν και τον έπνιγαν για περίπου τέσσερις βδομάδες τώρα. το κεφάλι του βρήκε τον καλύτερο τρόπο να τον ξυπνάει χωρίς να τον μαθαίνει να μισεί κάποιον συγκεκριμένο ήχο, ρυθμισμένο σε συγκεκριμένες ώρες. δεν χρειάζονται ξυπνητήρια στην α(ν)εργία. μόνο οι εικόνες που γεννούσε το μυαλό του εκεί λίγο πριν αρχίσει να ξυπνάει ο περισσότερος κόσμος γύρω του αρκούσαν για να μην κοιμάται. παλιά πέταγε τις όποιες συσκευές χρησιμοποιούσε για το πρωινό ξύπνημα στον τοίχο. τις έκανε κομμάτια, τις αντικαθιστούσε, τις ξαναέσπαγε, έπαιρνε άλλες. σήμερα ξεκίνησε να φτιάχνει ψεύτικα κεραμικά κεφάλια-ομοιώματα του δικού του κεφαλιού, μικρές προτομές-καθρέφτες που χωράνε στην μια παλάμη κλειστή για να ‘χει να σπάει κάτι που να φταίει.
κάθε βράδυ γύρω στις δύο έκλεινε τα φώτα άνοιγε το παράθυρο και περίμενε να την πάρει ο ύπνος. ήταν κουρασμένη λιωμένη κλασμένη πιωμένη και ήθελε μόνο να κοιμηθεί για να σταματήσει να σκέφτεται. έκλεινε τα μάτια της αργά, άνοιγε το στόμα της στραβωμένο και η σκέψη της άρχιζε να πετάει από εδώ κι από κει σε ανθρώπους που ήξερε που θα μάθαινε στην πορεία που δεν θα έβλεπε ποτέ που θα έχανε που θα παράταγε που θα πλήγωνε που θα. ήθελε μόνο να σταματήσει να σκέφτεται μόνο να κοιμηθεί και να μην ελέγχει πια τι περνάει από το κεφάλι της να μην φιλτράρει τίποτα. αυτό το μικρό βουητό την έπιανε λίγη ώρα μετά τις δύο, κάθε βράδυ, αυτός ο θόρυβος στ’ αφτιά της την τρύπαγε απ’ την μια μεριά του κεφαλιού στην άλλη. και ξύπναγε πριν κοιμηθεί. και ξαναπροσπαθούσε και δεν τα κατάφερνε. κάθε μέρα για περίπου έξη βδομάδες τώρα δεν κοιμόταν πάνω από μιάμιση ώρα ανά εικοσιτετράωρο. και για όλα έφταιγε το βουητό αυτό στο κεφάλι της. σήμερα κατά τις δύο το βράδυ έβαλε τ’ ακουστικά στ’ αφτιά και στο ρηπήτ την ίδια κατάθλιψη. τουλάχιστον δεν θα ‘φταιγε ο θόρυβος.

χάρτινο σακουλάκι μίας χρήσης

βρήκα τα δόντια σου παραπεταμένα στο στόμα ενός άλλου

τα σάλιωσα προσεκτικά για να βρω κάτι δικό μου

μια πίκρα άλλο πράμα

 

τα δόντια σου γυαλίζαν και φαίνονται βρώμικα

στο φως της κίτρινης λάμπας του δρόμου

και ήθελα να τα βγάλω, να τα κάνω κολιέ με δύο σειρές

να φοράω το περίεργο χαμόγελό σου

 

φταίνε τα πολλά ζιγκ ζαγκ κι ο δρόμος μοιάζει ατελείωτος

ακόμη κι αν δεν ζαλίζομαι

ψάχνω το χάρτινο σακουλάκι μίας χρήσης μην τυχόν και

 

ξέρω, δεν.

και βάις βέρσα.

εκείνο το βράδυ, τον είχαμε ονομάσει γιάννη

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Αυτό που δεν σε καλύπτει. Αυτό που σε αφήνει μισό. Και νιώθεις λίγο εδώ λίγο εκεί λίγο αλλού. Ξέρεις, ότι δεν μπορείς να βρεις τον χώρο σου, ότι θες λίγο παραπάνω. Ή λίγο διαφορετικό. Γιατί ξέρεις ότι το καλύτερο ποτέ δεν θα είναι ΤΟ καλύτερο και πάντα θα θες κι άλλο και ποτέ δεν θα το βρίσκεις, οπότε καταλήγεις να θες το διαφορετικό. Κι αυτό καταλήγει μια ντόπα. Το δοκιμάζεις μία και σ’ αρέσει, αλλά πάντα κάτι σε χαλάει. Οπότε γυρίζεις. Επιστρέφεις στην βάση. Για λίγο πάντα. Καθαρά και μόνο επειδή η βάση είναι το γνωστό και το ξέρεις αρκετά και το βαριέσαι γρήγορα. Και ξαφνικά δεν την παλεύεις και θέλεις πάλι κι άλλο. Ένας κύκλος φυγής κι επιστροφής, σαν να ‘σαι φωτόνιο που αλλάζει ενεργειακή στιβάδα.

Για πόσο;

Αλλά η ντόπα αυτή που νιώθω κάθε φορά που φεύγω, κάθε φορά που βρίσκω τον εαυτό μου να αλλάζει μέσα στο καινούριο το διαφορετικό το ξένο το ίδιο το υγρό, εκείνη η ανάσα που παίρνω και νομίζω ότι αν είχα καθρέφτη μπροστά μου θα έβλεπα τις κόρες των ματιών μου να διαστέλλονται, όλο αυτό το ‘χω ανάγκη. Και δεν ξέρω γιατί. Και όλο αυτό το πόσο και το γιατί το νιώθω σαν φαγούρα στον εγκέφαλό μου.

Κι αρχίζω να πιάνω όλες τις πιθανές μεταβλητές που επηρεάζουν όλα αυτά μελετώντας όλες τις μνήμες που έχω στο κεφάλι μου ψάχνοντας μια πιθανή εξήγηση για το γιατί –επειδή το πόσο ποτέ δεν γίνεται να το ξέρω- και ποτέ δεν καταλήγω πουθενά. Κι ο λόγος που το κάνω είναι γιατί αυτό ξέρω να κάνω καλά: να σπάω τα πάντα σε κομματάκια και να αναλύω πραγματιστικά για να βρίσκω απαντήσεις στις πολλές μου απορίες. Και απλώς απογοητεύομαι που δεν βρίσκω απάντηση και καταλήγω να παρηγορώ τον εαυτό μου λέγοντας πως το θινγκ μου είναι να φεύγω. Πώς άλλοι γουστάρουν να παίζουν μουσική ή να ζωγραφίζουν; Έτσι κι εγώ γουστάρω να φεύγω.

Αυτά τα ολίγα, για το αρχείο.

Εικόνα

Κοίτα, ξανακοίτα, ψάξε να βρεις, δες, μίλα, κινήσου, βούτα, κοίτα, δες, βλέπε, κάνε, γύρω και πάλι γύρω και πιο γύρω και λίγο πιο κάτω. Εδώ, εκεί, στο πίσω, στο μετά, λίγο παρακάτω, πολύ πιο κοντά, κοίτα σού λέω, κοίτα. Βλέπε και δες, κουνήσου, σβούρες κι άλλες σβούρες κι άλλες.

Γύρω από σένα εννοώ. Γύρνα κι άλλο γύρω από τον εαυτό σου, γύρω από τον πυρήνα σου, γύρω από τον άξονά σου. Πάλι. Πάλι σού λέω. Ξανά. Έτσι δεν πρέπει; Έτσι δεν είναι; Έτσι δεν κάνουν όλοι; Έτσι και πάλι έτσι κι έτσι κι έτσι κι έτσι. Έ; Τι είπες; Ναι, ναι, επανάληψη είναι. Έτσι, όπως τα λες.

Άσκοποι κύκλοι άσκοπες κινήσεις άσκοπες ώρες άσκοπη ζωή άσκοπες αισθήσεις άσκοπες αλληλεπιδράσεις άσκοποι λόγοι όλα άσκοπα.

Σταμάτα λίγο.

Πήδα. Τώρα. Μια και καλή προς τα μέσα και κολύμπα. Κάν’ το τώρα και για όσο θες.

 

 

(Όπου πάμε ευθεία)

Καρφίτσα #15

Image

자꾸만 네가 떠올라, Sinking of you, Daehyun Kim, 2010

Οι κορεάτες, λέει, όταν θέλουν να πουν «σε σκέφτομαι συνέχεια» στην πραγματικότητα λένε «αιωρείσαι συνεχώς όλο και πιο ψηλά». Και θυμάμαι όλες εκείνες τις ώρες που σε βλέπω να ίπτασαι

-ξαπλωτό σώμα,

με τα άκρα σου να σπάνε και να φεύγουν

σε διαφορετικές κατευθύνσεις

σχηματίζοντας ευθείες καμπύλες που τέμνονται κάπου έξω από αυτόν τον κόσμο,

την μέση σου να κάνει ένα

λίγοελάχιστοτόσοόσο

τόξο

και

 το πρόσωπό σου χωρίς χαρακτηριστικά σαν κάποιος να έκοψε την προσωπογραφία σου

στα περιθώρια του κεφαλιού

και να το γέμισε με μάτια-

σαν να πετάς ανάμεσα σε αστεροειδείς.

Εκεί, λίγο πιο χαμηλά απ’ το ταβάνι μου.

Τουλάχιστον.

Image

Ένα τεράστιο διογκωμένο κενό να γεμίζει το στομάχι. Ένα σφαιρικό -εκ πρώτης όψεως- κενό που ανά ακανόνιστα διαστήματα διογκώνεται ή συρρικνώνεται δημιουργώντας κωνικές αιχμές. Μια μπάλα με ακατάστατα κοφτερά καρφιά. Μέσα στα σπλάχνα. Να τρυπάει το συκώτι ή τα πνευμόνια ή τα πλευρά.

Δυο τέτοιες ακανθώδεις σφαίρες στο χώρο να έλκονται. Και να πλησιάζουν αργά, σχεδόν ακίνητες. Και όταν φτάσει η ώρα το κενό του ενός να πληγώνει το σώμα του άλλου. Και τούμπαλιν.

Τα σώματα αυτά καρφώνονται παρέα. Τουλάχιστον.

Η που έγινε Ο

Image

Όταν ήμουν οχτώ η μαμά μου με ρώτησε αν θέλω να μάθω μουσική. Δεν ήθελα και πολύ, αλλά η ζωή στο δημοτικό ήταν πολύ βαρετή, οι ώρες δεν περνούσαν με τίποτα και κάτι έπρεπε να κάνω για να δικαιολογήσω την προσμονή για την «ζωή των μεγάλων» σκοτώνοντας τις κενές μέρες μου. Οπότε της είπα ναι. Η καλή μου η μαμά με ρώτησε τι ήθελα να μάθω κι εγώ δεν ήξερα. Η αδερφή μου παλιότερα έκανε πιάνο, οπότε θα ‘ταν πολύ άσχημο για έναν άνθρωπο που πάντα έψαχνε να μην μοιάζει να ασχοληθεί με το ίδιο όργανο. Με ώθησε στην κιθάρα. (Είχε κι αυτόν τον πόθο από μικρή να μάθει η ίδια κιθάρα, οπότε όσο να ‘ναι ήταν κάπως αναμενόμενη η πρόταση). Πήγαμε και πήραμε κιθάρα. Έκανε σαράντα χιλιάδες δραχμές, δηλαδή ήταν ακριβή. Όταν άκουσα πόσο έκανε κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να τα παρατήσω σ’ έναν μήνα, όπως έκανα με τις περισσότερες δραστηριότητές μου. Μάζεψα τα κουράγια μου, είπα ψέματα στον εαυτό μου ότι ήθελα πάντα να το κάνω αυτό και περίμενα να βρούμε έναν άνθρωπα να με μάθει το ρημαδοόργανο. Η μαμά βρήκε την Ζ. Ήρθε σπίτι ένα απόγευμα γύρω στις πέντε. Ήταν μια ψηλή νταρντανογυναίκα που όλο χαμογελούσε και μού έκανε αστεία. Εννιά μήνες περάσαμε ζάχαρη κι ας της έκανα τη ζωή πατίνι. Φαντάσου ότι άρχισε να μού αρέσει κι η κιθάρα, δηλαδή. Μέχρι που έγραφα δικά μου «τραγούδια». Μεγαλεία. Μετά το καλοκαίρι εκείνο η μαμά μου με ρώτησε αν θέλω να συνεχίσω κιθάρα. Φυσικά και θέλω μαμά, η Ζ. είναι γαμάτη τύπισσα, γιατί να μην θέλω δηλαδή; Πήγε, λοιπόν, η μαμά και πήρε τηλέφωνο την Ζ. Θυμάμαι που καθόμουν στην ψηλή καρέκλα της κουζίνας και ταξινομούσα τις τηγανιτές μου πατάτες φτιάχνοντας έναν πατατένιο λαδερό ήλιο (πάντα το έκανα αυτό «για να κρυώσουν»- στην πραγματικότητα το έκανα για να περάσει λίγη παραπάνω ώρα μέχρι να τελειώσει η βαρετή ζωή που ζούσα) και την άκουγα που μιλούσε συνωμοτικά με συνθήματα στο τηλέφωνο. Όταν το έκλεισε γύρισε προβληματισμένη και μου είπε: «Ηλεκτράκι, η Ζ. δεν θα μπορέσει να σού κάνει μάθημα φέτος». Περιττό να πω ότι έβαλα τα κλάματα κι άρχισα να φωνάζω γιατί δεν με ήθελε η Ζ., και να δεις που εγώ έφταιγα γιατί είχα αλείψει την κιθάρα με ελαιόλαδο κατά λάθος ή επειδή την πείραζα συνέχεια ή επειδή καμιά φορά δεν διάβαζα τόσο όσο έπρεπε. Και δώσ’ του κλάμα. Η μαμά κάθισε δίπλα μου και μού είπε ήρεμα «μην κλαις μικρούλι μου, δεν φταις εσύ. Να, απλώς η Ζ. δεν είναι πια Ζ. Έκανε μια εγχείρηση κι έγινε αγοράκι. Τώρα τον λένε Ν. και σ’ αγαπάει ακόμα και θέλει να σού κάνει μάθημα. Αλλά εσύ θ’ αποφασίσεις αν θες ή όχι.» Κοίταξα τον μισό πατατοήλιο, ρούφηξα τις μύξες μου, κοντοστάθηκα λίγα δευτερόλεπτα και επεξεργαζόμουν τις πληροφορίες. Η Ζ. έγινε Ν. Η μαμά μου σε μια  προσπάθεια να μού εξηγήσει (ή ίσως και να εξηγήσει στον εαυτό της) γιατί και πώς, έβαλε ό,τι φιοριτούρα της ήρθε στο κεφάλι για να μπορέσει να χωρέσει η νέα κατάσταση στον εννιάχρονο εγκέφαλό μου. «Ε, σιγά ρε μαμά, αυτά τα ξέρω ήδη, μπορεί και καλύτερα από σένα, δεν είμαι χαζή». Την επόμενη βδομάδα ήρθε ο Ν. Ένας ψηλός γεροδεμένος τύπος, ίδιος με την Ζ. απλώς τώρα ήταν ο. Το ίδιο χαρούμενος άνθρωπος, το ίδιο καλός δάσκαλος, το ίδιο αστείος. Θυμάμαι που φοβόμουν μην τυχόν και μού ξεφύγει και τον πω Ζ. αντί για Ν. αλλά ποτέ δεν το έκανα. Κι ήμουν τόσο περήφανη γι’ αυτό. Μετά από λίγους μήνες σταματήσαμε τα μαθήματα γιατί ο Ν. βρήκε δουλειά σε μια ορχήστρα μεγάααααλη μού είπε η μαμά μου και δεν προλάβαινε. Άλλαξα δάσκαλο, μ’ έκανε να βαριέμαι απελπισμένα, θυμήθηκα ότι η κιθάρα δεν ήταν επιλογή μου παρά μόνο μία διέξοδος από την βαρεμάρα μου και τα παράτησα. Κι η αλήθεια είναι ότι ο Ν. μου ‘χει λείψει.

Σκιν

Image

Αν αυτό το σημάδι ήταν ελιά

Θα ‘χα την μεγάλη άρκτο στο μπράτσο μου

Να πιστοποιεί την δύναμη που γέμισε τα πνευμόνια μου

Αν τον επόμενο χρόνο εμφανιστούν δυο μικρές ελιές

Στο αριστερό μου βυζί –εκεί κοντά στο χάσμα-

Θα ‘χω ένα δελφίνι να σκίζει το δέρμα μου

Αν κάθε χρόνο τα καινούρια δερματικά μου στίγματα

Αναπαριστούν ανθρώπους που μού λείπουν

Είμαι χαμένη από χέρι

Το ροζ πτώμα

Image

Δεν είχε καμία όρεξη για έξοδο. Ούτε καν για το περίπτερο, ακόμη  κι αν τέλειωναν τα τσιγάρα του. Δεν πειράζει, θα την έβγαζε κάπως. Συνήθιζε να κρατάει τα πακέτα των καπνών που τελείωναν με τα τρίμματα που δεν στρίβονταν. Ανά διαστήματα τα μάζευε όλα σ’ ένα σακουλάκι για εκείνες τις δύσκολες ώρες που ξέμενε από λεφτά. Κάθε μήνα. Όλο και κάποιο σακουλάκι θα βρει, δεν είναι ανάγκη να ξεβολευτεί. Άραζε στην αδράνειά του και απορούσε με την πάρτη του, γιατί στην τελική δεν ήταν έτσι αυτός. Πάντα κάτι έκανε, πάντα κάπως έβρισκε την άκρη του, πάντα. Τώρα όμως ήταν αλλιώς. Δύσκολα χρόνια κι οι καιροί δυσμενείς. Έφτιαξε καφέ, έστριψε το προτελευταίο τσιγάρο του πακέτου και ξάπλωσε. Κοιτούσε την υγρασία στο ταβάνι που ανά διαστήματα έκανε μικρούς σταλακτίτες νερού και αναρωτιόταν πόσο καιρό ήθελε για να βγει η μούχλα και να γεμίσει όλο του το ταβάνι, να το κάνει πρασινογκρί και να μην φαίνεται σπιθαμή άσπρου. Σκέφτηκε ότι θα μύριζε άσχημα όταν θα συνέβαινε αυτό –γιατί κάποια στιγμή θα συνέβαινε. Λίγο λιγότερο από πτώμα, μάλλον. Θυμήθηκε ότι τα πτώματα δεν μυρίζουν. Αφού τα ‘βλεπε καθημερινά, στον δρόμο, στα μαγαζιά, στο μετρό, στον καθρέφτη του. Παντού πτώματα. Δεν μύριζαν, δεν ακούγονταν, δεν έβλεπαν. Απλώς, με κάποιον μαγικό τρόπο στέκονταν όρθια και κινούνταν, σαν τα παιχνιδάκια μινιατούρες που τα κούρδιζε μικρός και άρχιζαν να περπατάνε. Χωρίς κατεύθυνση, χωρίς σκοπό. Θυμήθηκε τότε ένα πτώμα που είχε δει τις προάλλες και ξεχώριζε απ’ όλα τ’ άλλα τυχαία πτώματα που έβλεπε έξω. Ήταν μια γυναίκα κοντά σαράντα χρονών. Μπορεί και μικρότερη να ‘ταν αλλά έτσι απεριποίητη που ήταν την έκανε σίγουρα για σαράντα. Φορούσε ροζ νάιλον φούστα μέχρι το γόνατο στενή, μια μαύρη μπλούζα με τρύπες από την φθορά και σαμπό νοσοκόμας. Ήταν λεπτή κι αδύναμη με ξεθωριασμένα πορτοκαλιά αχτένιστα (για μήνες) μαλλιά. Περπατούσε με τα άκρα της να κρέμονται άκαμπτα, σαν ρομπότ. Την κοιτούσε από μακριά γιατί δεν καταλάβαινε τι ακριβώς ήταν αυτό το πτώμα που συναντούσε, δεν έμοιαζε μ’ όλα τ’ άλλα απρόσωπα συνηθισμένα πτώματα. Όταν έφτασε μπροστά του την παρατήρησε στο πρόσωπο. Είχε όμορφα χαρακτηριστικά, αλλά ήταν ταλαιπωρημένη. Το στόμα της ήταν μονίμως ανοιχτό και κοίταγε στο πουθενά, άστοχα. Έφτασε ο συρμός. Τα πτώματα συνέρρευσαν προς τις πόρτες, το ένα πάνω στο άλλο, όλα κοιτώντας το άνοιγμα της πόρτας. Όρμησαν μέσα. Μαζί κι αυτός. Μαζί και το ροζ πτώμα της κυρίας. Στάθηκε δίπλα της για να την παρατηρήσει λίγο καλύτερα. Έψαξε στα μάτια της να δει τι σκέφτεται. Κάτι δεν του κόλλαγε. Δεν ήταν το χαμένο βλέμμα, αυτό το ‘χε δει πολλές φορές. Κοίταξε γύρω του τους υπόλοιπους να ψάξει για συγκρίσεις. Χαμογέλασε μηχανικά σαν επιβεβαίωση στον εαυτό του όταν το κατάλαβε. Η κυρία είχε τεράστιες κόρες που καλύπτονταν από ένα καφετί στεφάνι. Προς στιγμήν σκέφτηκε ότι μπορεί να τυφλωθεί από το φως με τόσο μεγάλες κόρες, αλλά θυμήθηκε ότι το φως είχε χρόνια να φανεί στον κόσμο των πτωμάτων. Μετά προσπάθησε να θυμηθεί ποια είναι τα φάρμακα που σού μεγαλώνουν τις κόρες, αλλά θυμήθηκε μόνο την κοκαΐνη που διαστέλλει την ίριδα και απογοητεύτηκε απ’ την ισχνή του μνήμη. Το ροζ πτώμα βγήκε στο Σύνταγμα. Αυτός συνέχιζε. Φεύγοντας είδε όλα τα πτώματα να κινούνται γρήγορα στο μάρμαρο της αποβάθρας προς όλες τις κατευθύνσεις και στην μέση την κυρία να μένει όρθια κοιτώντας με τις τεράστιες κόρες της την άκρη της αποβάθρας. Ίσως να μην ήταν και τόσο πτώμα τελικά.

Φώτα

Image

Να σκίζονται τα κορμιά τους από μέσα προς τα έξω. Να γαμιούνται σε ασπρόμαυρο και οι ποιότητες του φωτός να είναι τόσο καλές που να σε κάνουν να βλέπεις όλα τα χρώματα ακόμη κι αν αυτά δεν υπάρχουν. Η σάρκα να μαζεύει ανά διαστήματα και αλλού να τεντώνει, με τους μύες τους να συστέλλονται και να διαστέλλονται διαδοχικά. Πόδια που ανοιγοκλείνουν, παλάμες που σφίγγουν κομμάτια ύφασμα, μέλη που μπλέκονται μεταξύ τους σε κουβάρι. Οι γκριμάτσες στο πρόσωπο να γράφουν, μέχρι και οι μικρότερες συσπάσεις να παραμορφώνονται για να γίνουν η ομορφότερη μη ροζ τσόντα που έχει παιχτεί ποτέ. «θέλω να με φωτίσεις πρώτα και μετά  να με πηδήξεις». Κι από κάπου μια μικρή τρύπα να τραβάει όλο αυτό το φως μέσα στο σκοτάδι της και να το κάνει μικρά κομματάκια ψηφιακής μνήμης, για να μπορούν να το βλέπουν μετά παρέα και να λένε «τι όμορφο που είναι το ασπρόμαυρο αν έχεις τον φωτιστή που να μπορεί να στο στήσει…»

()

Image

Παλιά, είχαμε ανάγκη τις παρενθέσεις. Εκεί λέγαμε τα μικρά ασήμαντα, κρύβαμε τις τοσοδούλικες αλήθειες μας και μοιραζόμασταν τα ένοχα μυστικά μας.

Παλιά, τότε που μαθαίναμε να μιλάμε ή ακόμη-ακόμη τότε που μαθαίναμε να ακούμε, οι παρενθέσεις ήταν απαραίτητες. Ήταν μια παιδική συνομωσία μέσα στην οποία κλείναμε ένα κομμάτι των συναισθημάτων μας για να μην το πειράξει κανείς. Οι καμπούρες που αγκάλιαζαν τις φράσεις που δεν θέλαμε να κυριαρχούν (αλλά πάντα έκρυβαν τα μεγαλύτερα πάθη μας) ήταν το μυστικό που μας κρατούσε μαζί.

(Ξέρεις, κάποτε κάποια με έκανε να σκεφτώ ότι οι άνθρωποι που αγαπιούνται συνδέονται μ’ ένα μαγικό αόρατο λάστιχο που ξεκινάει από τον αφαλό του ενός και καταλήγει στον αφαλό του άλλου.

Έτσι μένουν δεμένοι για καιρό αφήνοντας πάντα ο ένας στον άλλον τον χώρο του να τραβηχτεί μακριά, να γυρίσει, να κυλιστεί, να χοροπηδήσει, να ταξιδέψει μέχρι εκεί που αντέχει το λάστιχο.

Και όταν αυτό φτάσει να τεντωθεί στο τέρμα ή που θα κοπεί ή που θα δώσει μία δυνατά και θα φέρει τα σώματα πάλι κοντά, σε απόσταση αναπνοής.

Πάντα μου πίστευα ότι οι παρενθέσεις είναι αυτές που την κρίσιμη στιγμή κρατάνε το λάστιχο ζωντανό και φέρνουν ξανά τους ανθρώπους κοντά.)

Τώρα, οι παρενθέσεις λείπουν, έχουν χάσει τον ρόλο τους. Αντικαταστάθηκαν από καθέτους και πλάγιες γραμμές που χαρακώνουν τα όρια, βάζουν γωνίες στα λόγια, καθορίζουν τα τείχη γύρω μας.

Τώρα, οι καμπύλες είναι υπό εξαφάνιση και διωγμό. Τα ασήμαντα/σημαντικά λέγονται υπόγεια, σε δεύτερα και τρίτα επίπεδα, τα βάζουμε κάτω από κουβέρτες μελανιού και πίξελ, τα φυλακίζουμε μέσα σε γραμμές. Κι απαιτούμε. Συνεχώς. Απ’ όλους να βουτήξουν μέσα στο κεφάλι μας για να βρουν τις παρενθέσεις μας. Και πού να βρει ο άλλος την δύναμη να βουτήξει στον σκοτεινό βυθό των στακάτων φράσεών μας; Πού να βρει την διαύγεια να ψάξει ανάμεσα στα τετράγωνα και τις γωνίες μας όταν δεν ξέρει που να βρει ούτε τις δικές του παρενθέσεις;

|| Φαντάσου (λέει) να καταφέρεις να βρεις την παρένθεση κι αυτή να ‘ναι κλεισμένη μέσα σε γωνίες/γραμμές/καθέτους/τετράγωνα ||

Image

Σαπουνόφουσκες

Image

Είναι και η διαστολή του χρόνου. Ο καθένας να ζει στην δική του χωροχρονική πραγματικότητα, μέσα στην προσωπική του σαπουνόφουσκα και απλώς καμιά φορά, πότε για πολύ ή πότε για λίγο, να τέμνεται με την σαπουνόφουσκα του δίπλα. Για ορισμένο χώρο και για ορισμένο χρόνο, βεβαίως. Τα πρόσωπα να αλλάζουνε, να κάνουν κύκλους ο ένας γύρω από τους άλλους σε διαφορετικές φάσεις, σε διαφορετικές γωνίες, με άλλη φόρα, αέναα και μοναδικά. Άλλες σαπουνόφουσκες πάνε μαζί, άλλες μόνες, χάνονται και μετά ξαναβρίσκονται, σκάνε στον αέρα και δεν τις ξαναβλέπει κανείς, διαιρούνται σε περισσότερες, συμπτύσσονται, ξαναχάνονται και βρίσκονται. Και καμιά φορά βρίσκονται χωρίς να βρίσκονται. Ξέρεις, είναι κάτι άνθρωποι που δεν έχουν βρεθεί ουσιαστικά ποτέ, κι όμως έχουν βρεθεί στο εντός τους. Γιατί καμιά φορά οι χωροχρόνοι χωρίζονται και γίνονται χώρος και χρόνος. Και ο πρώτος μικραίνει τόσο που τα μίλια γίνονται καμιά δεκαριά μέτρα. Ο χρόνος πάλι μεγαλώνει και παγώνει τόσο όσο να καταφέρει να μικρύνει τον χώρο. Και τότε οι άνθρωποι συναντιούνται για λίγο. Ή πολύ. Αναλόγως την οπτική, τον παρατηρητή, τον χώρο, τον χρόνο, την φούσκα του καθενός. Γιατί οι φούσκες, εκτός από κύκλους γύρω από τις άλλες φούσκες, κάνουν και γύρους γύρω από τον εαυτό τους. Είναι, ξέρεις, η αρχή του κόσμου που ζούμε, όλα τα σώματα να κάνουν κύκλους γύρω από τον εαυτό τους. Πάρε για παράδειγμα τους πλανήτες, ή τα άτομα, ή τα κύματα. Έτσι, αν ο χώρος ανάμεσα στον έναν και τον άλλο συσταλεί σε επαρκή βαθμό ούτως ώστε να συμπίψουν οι φούσκες τους, τότε θα συναντηθούν. Και αν ο κύκλος που διαγράφουν γύρω από τον εαυτό τους καταλήξει να τους φέρει πρόσωπο με πρόσωπο, ή έστω πρόσωπο με αφτί, τότε και οι δύο θα είναι γνώστες της ύπαρξης του άλλου ανθρώπου. Και ο χρόνος; Ο χρόνος είναι σχετικός. Τον κάνουμε ό, τι θέλουμε και αυτός μας το ανταποδίδει ισάξια κάνοντάς μας ό, τι αυτός θέλει. Οι σκλάβοι του χρόνου είμαστε. Αυτού που δημιουργούμε, αυτού που αντιλαμβανόμαστε, αυτού που φανταζόμαστε και αλλοιώνουμε με το μυαλό μας. Το μυαλό αυτό που δεν έχει κέντρο αντίληψης χρόνου, παρά μόνο του ‘λαχε να ‘χει μάτια και να μπορεί ν’ αντιλαμβάνεται το φως και τις αντιθέσεις. Και όσων είναι τυχεροί ή πεισματάρηδες, το χρώμα. Και οι φούσκες γυρνάνε αέναα μέχρι να σκάσουν σαν μικρό πυροτέχνημα, προσπαθώντας άλλες φορές να πάνε κόντρα στην φυσική δύναμη που τις κάνει να περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους , να διαστέλλουν ή να συστέλλουν τον χωροχρόνο τους, κι άλλες ν’ αφήνονται έρμαια των φυσικών δυνάμεων. Ξέρεις για τι μιλάω. Για εκείνες τις στιγμές του πάτου της ευτυχίας, ή και τ’ ανάποδο. Τότε που δεν μπορείς, δεν θες (υπάρχουν φορές που δεν απέχουν και πολύ αυτά τα δύο, εξάλλου). Δεν νιώθεις ελεύθερος τότε; Δεν νιώθεις ένα με όλη την ύλη; Όχι μοναδικός. Μοναδικός δεν νιώθεις ποτέ από μόνος σου. Πάντα κάποιος άλλος σε κάνει να νιώθεις μοναδικός. Κι ίσως τελικά αυτός είναι ο λόγος που ψάχνουμε τους ανθρώπους γύρω μας, αντιστεκόμενοι σε δυνάμεις που δεν μπορούμε να ελέγξουμε σε μεγάλο βαθμό. Ψάχνουμε απεγνωσμένα να βρούμε κάποιον που να μας κάνει να νιώθουμε μοναδικοί. Και αν είμαστε τυχεροί ή μαχητές τον βρίσκουμε ή τους βρίσκουμε. Και μετά τους χάνουμε και γυρνάμε γύρω από τον εαυτό μας, γύρω από τους άλλους, και τους ξαναβρίσκουμε μερικούς και συγκρουόμαστε και όλα πάνε τα ίδια και διαφορετικά. Δεν έχει σημασία ο χρόνος τελικά. Τι μπορεί να μας κάνει μια έννοια που δεν θα μας το κάνει η πραγματικότητα; Ο χρόνος δεν θα τελειώσει ποτέ ή μπορεί καν να μην υπάρχει. Οι άνθρωποι όμως υπήρξαν και υπάρχουν στο κεφάλι μας μέσα και ξεπηδάνε εκεί που δεν τους περιμένεις, σαν αρουραίοι στους υπονόμους της παλιάς πόλης. Μην με παρεξηγείς. Τους αρουραίους τους αγαπώ όσο λίγα ζώα. Όπως και τους ανθρώπους. Λίγο πιο πολύ αυτούς που με ξαφνιάζουν ευχάριστα όταν φτάνουν στην σκέψη μου απρόσμενα. Και μετά φεύγουν πάλι ξαφνικά αφήνοντας πίσω τους μια ηρεμία που σε κάνει να παρατηρείς τον θόρυβο των ηλεκτρικών συσκευών και της πρίζας που είναι δίπλα στον καναπέ. Κι αυτός ο ήχος είναι μοναδικός. Κάνει το μυαλό να υποχωρεί και τις αντιστάσεις να πέφτουν. Γειώνει. Φέρνει την βασική θέση, την χαμηλότερη ενεργειακή στοιβάδα, την ισορροπία. Εναρμόνιση με την ύλη. Αλλά  για πόσο; Μέχρι ν’ αρχίσει εκ νέου η αντιπαράθεση δυνάμεων και να φυσήξει ο αέρας να πάρει την φούσκα, να την κάνει να γυρίσει γύρω από τον εαυτό της, μαζί μ’ άλλες φούσκες. Μέχρι την επόμενη χρονική στιγμή της κίνησης που θα ξεχάσουμε ότι είμαστε σκλάβοι του χρόνου για να ξαναθυμηθούμε πόσο λατρεύουμε να τον μισούμε εντέλει.

Το είδωλο από κάτω

Image

Της είχαν πει ότι οι γυναίκες πρέπει να κοιτάνε χαμηλά, να σκύβουν το κεφάλι και να στέλνουν το βλέμμα στο πάτωμα, εκεί που τους αξίζει· δίπλα στις σκόνες, τις πατημένες τσίχλες, τα κάτουρα που είχαν αλλάξει το χρώμα του πεζοδρομίου, δίπλα στις πουτάνες και τα πρεζάκια, τους άστεγους, τα κλεφτρόνια, τις κάμπιες και τα μυρμήγκια που ποδοπατούνε όλοι χωρίς να νοιάζονται. Αυτή ήταν κάπου στην μέση, αλλά έπρεπε πάντα να κοιτάει χαμηλότερα για να θυμάται ποιοι είναι από πάνω και πού μπορούν να την στείλουν αν θέλουν. Χαμηλά την κοιτούσαν και όλοι αυτοί που της είχαν διδάξει τη θέση της, απλώς όχι τόσο χαμηλά όσο έπρεπε να κοιτάει αυτή. Φτάναν κάπου ανάμεσα στα πόδια της. Ψάχναν να βρουν το μουνί της κάτω απ’ τα υφάσματα, να το κοιτάξουν επιδεικτικά και να την κάνουν να νιώσει άσχημα που είναι γυναίκα. Αυτή ήταν η δύναμη των αντρών που της έμαθαν την θέση της: μ’ ένα μόνο βλέμμα την έκαναν να νιώθει ανήμπορη να αντιδράσει. Επειδή είχε μουνί.

Αφού κατάφερε να ξεφύγει από αυτούς όλους, το μόνο που ήθελε ήταν να καταφέρει να ξεφύγει κι από την φυλακή που αυτοί έχτισαν χρησιμοποιώντας το σώμα της για τούβλα. Τώρα, στην μικρή γκαρσονιέρα της δεν είχε ούτε κρεβάτι, ούτε καναπέ, ούτε τηλεόραση. Μόνο για ένα φρόντισε να μαζέψει λεφτά και χρόνο: τον Καθρέφτη. Γιατί μπορεί να τους είχε φτύσει όλους αυτούς που την έκαναν να μην  αντικρίζει ποτέ τα δέντρα πάνω απ’ το κεφάλι της ή τον ουρανό από ντροπή για τον εαυτό της, αλλά το μουνί της την στοίχειωνε. Είχε έρθει η ώρα να το αντιμετωπίσει ξεκάθαρα. Δούλεψε μέρες για να καταφέρει να βάλει τον Καθρέφτη που θα την έφερνε πιο κοντά στον εαυτό της. Και τώρα στέκεται γυμνή, εκεί στην μέση της γκαρσονιέρας κοιτώντας χαμηλά, γιατί οι κακές συνήθειες δεν κόβονται. Και κοιτάει το μουνί της στο πάτωμα, τον αντικατοπτρισμό του στον Καθρέφτη που σκέπαζε το βαρετό μάρμαρο που έχουν όλα τα σπίτια. Λύγισε τα πόδια της να φτάσει πιο κοντά σ’ αυτό που κοίταγαν όλοι εκείνοι που θέλαν να την κάνουν να νιώσει άσχημα, αυτό που την έκανε να νιώθει μειονεκτικά και άβολα. Και είδε ότι το μουνί της ήταν όμορφο, όπως όλα τα μουνιά, όπως όλοι οι πούτσοι, όπως όλα τα σώματα που κρύβονται επιμελώς κάτω από στρώματα κλωστών. Φυσικά και δεν έφταιγε αυτή ή τα γεννητικά της όργανα για τα χυδαία βλέμματα που τόσα χρόνια την περιστοίχιζαν κάνοντάς την να νιώθει μικρή.

Σηκώθηκε όρθια, έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω και κοίταξε αυτό που τόσα χρόνια της στερούσαν: ένα ταβάνι. Όλοι αυτοί που υποτιμούν τα ταβάνια δεν έχουν αναγκαστεί ποτέ να κοιτάζουν το χώμα για χρόνια. Κοιτούσε το λευκό ταβάνι και φανταζόταν ότι κάτω από το είδωλο, κάτω από πάτωμα υπάρχει ένας κόσμος όπου κανείς δεν κοιτάει χάμω, όπου όλοι περνάνε τα μάτια τους πάνω από τα σώματα με περιέργεια, με χαρά, όπου δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος που το βλέμμα του να σε φυλακίζει στο ίδιο σου το είναι, στο κορμί σου. Και τότε ανακάλυψε αυτό που ήταν μπροστά της τόσα χρόνια αλλά δεν το έβλεπε γιατί δεν έπρεπε να το δει: το μουνί της ήταν και η ελευθερία της.

Καρφίτσα #12

Image

Θυμάμαι έναν μακρύ χωματόδρομο από την παραλία στο τελευταίο σπίτι που έβλεπε το μάτι σου. Μεσημέρι, ήλιος, ζέστη, δυο μικρά πόδια να περπατάνε ξυπόλητα πάνω στις πέτρες και το χώμα. Στ’ αριστερά το σπίτι με την αυλή που κάναμε μπάνιο με το λάστιχο, κι ας είχε μπανιέρα μέσα. Μετά την θάλασσα πλέναμε τα μαγιώ και αρχίζαμε να τριβόμαστε με σαπούνια στην αυλή. Νομίζω ότι μπαίναμε και μέσα στο βαρέλι για να ξεπλύνουμε τις σαπουνάδες. Δεν θυμάμαι.

[…]

Στα δεξιά η Μπέμπα που της δέναν τα χέρια όταν χτύπαγε τα παιδάκια -και μόνο τότε- γιατί είναι καθυστερημένη η κακομοίρα και την αγαπάμε αλλά δεν έχουμε και τι να την κάνουμε την ίδια ώρα. Την φροντίζουμε γιατί έλαχε να ζει αν και δεν έπρεπε, η χαζή. Και όταν η Μπέμπα έλεγε βλακείες όλοι γελάγαμε, αφού ήταν αστείο.

[…]

Τα ποδαράκια βρώμιζαν κι άλλο προσπερνώντας την βάρκα που είναι στην στεριά χρόνια τώρα και πάνω της καθόταν ο Καπετάνιος ρίχνοντας τα δίχτυα του στις ντοματιές. Όσο και να του λέγανε «μπάρμπα, το πολύ πολύ να μαζέψεις καμιά ακρίδα», αυτός συνέχιζε καθημερινά το ψάρεμα στο μποστάνι κι εμείς γελούσαμε στα κρυφά, γιατί τον φοβόμασταν κιόλας, έτσι που ήταν με την μουστάκα και το καπέλο του καπετάνιου. Αλλά τι να κάνεις; Κι οι τρομακτικοί μπορεί να είναι αστείοι.

[…]

Λίγο πιο κάτω οι γαλοπούλες με τα παράξενα φτερά και την φωνή που κάνει γλου γλου γλου. Κι εμείς να καθόμαστε με τις ώρες προσπαθώντας να κάνουμε γλου γλου γλου. Τραβάγαμε πέρα δώθε το χυμένο γέρικο προγούλι του θείου του Χατζημιχάλη λες κι ήταν γαλοπούλα και γελάγαμε. Ήταν αστεία τα γηρατειά. Ήταν αστεία και η γαλοπούλα.

Απέναντι ακριβώς το χωράφι με τα ηλιοτρόπια. Ανέγγιχτο, μην τυχόν και πατήσει άνθρωπος το πόδι του εκεί γιατί «δεν κάνει». Είχα πάει μια φορά, νομίζω, κοντά πολύ, αλλά έφυγα γιατί οι γαλοπούλες με πρόδωσαν με τα γλου τους. Ο θείος μου γέλασε βλέποντάς με να τρέχω έντρομη προς το σπίτι, ήμουν αστεία έτσι που φοβήθηκα, μάλλον. Δεν θυμάμαι.

[…]

Στο σπίτι στο τέλος του χωματόδρομου πήγα μόνο για λίγα λεπτά την τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί. Ήταν κάτι άντρες που είχαν έρθει για να πάρουν την θεία Αλίκη, όλο το σόι είχε μαζευτεί απέξω. Κι εγώ μαζί, στα κρυφά όμως, γιατί δεν έπρεπε να είμαι μπροστά –αυτές είναι δουλειές των μεγάλων. Είχα σκύψει πίσω από τον θάμνο, κάτω απ’ τα σκαλάκια, και έβλεπα τους τέσσερις άντρες, καθένας να τραβάει μια γωνιά απ’ το σεντόνι, να σηκώνουν την θεία στον αέρα και να την κουβαλάνε σαν σφαχτό στο μεγάλο άσπρο αμάξι. Φύγαν όλοι και έμεινε η γιαγιά μου να γελάει με όλη την ψυχή της. Κι έτσι άρχισα να γελάω κι εγώ, δυνατά και δυνατότερα, γιατί η γιαγιά από τα γέλια της δεν μπορούσε να με ακούσει. Και όταν κάθε προσπάθεια να με κοιτάξει έπιασε πάτο, παρατήρησα ότι το πρόσωπό της είχε γεμίσει δάκρια. «Μα είναι αστείο! Γέλα κι εσύ!». Αυτό το θυμάμαι.

[…]

Η θεία πέθανε μετά από λίγους μήνες, η γιαγιά δεν ξαναγέλασε ποτέ, κι εγώ αποφάσισα να μην ξαναπάω στον χωματόδρομο που όλοι γελούσαν με όλους και κανείς με τον θάνατο.

Καρφίτσα #7

Image

Τα ρολόγια κολλήσανε στον τοίχο. Στους τοίχους. Παντού όπου πηγαίνω τα ρολόγια είναι κολλημένα, χαλασμένα, σταματημένα στο τότε και κανείς δεν νοιάζεται να τα ξεκολλήσει. Τέσσερις παρά είκοσι εφτά, εφτά και δεκαεφτά, δέκα παρά τρία, εννιά και δύο και κάτι δευτερόλεπτα. Εννιά και δύο και κάτι δευτερόλεπτα.

Τότε που ο χρόνος είχε παγώσει στο εννιά και δύο και δεν περνούσε με τίποτα. Γύρναγα το βλέμμα γύρω και κοιτούσα επί ώρα τα αμέτρητα αντικείμενα στους τοίχους και τα ράφια. Το πικάπ, τα βιβλία, τους δίσκους, την ταμειακή μηχανή, τον μικρό καθρέφτη και το βλέμμα μου κόλλαγε στα πράσινα παπούτσια με τα μικρά τακουνάκια, λίγο πιο δίπλα από το ρολόι που δεν κουνιόταν, δεν προχωρούσε. Και ο χρόνος είχε σταματήσει.

Παραδόξως, δεν ήθελα να προχωρήσει. Ήθελα να μείνω για πολλές μέρες στο εννιά και δύο και κάτι δευτερόλεπτα, αλλά αυτό το κατάλαβα μετά. Αφότου αντελήφθην ότι οι αναμνήσεις είναι κέρατα βαριά στο κεφάλι όποιου θυμάται. Αυτές τις ώρες που το συναίσθημα υπερισχύει της λογικής και γίνεσαι φύση, αυτήν την στιγμή που όλα τα ‘χεις ξαναζήσει και θες να τα ξαναζείς, η ανάμνηση έρχεται να σε πλακώσει στο μέτωπο λιώνοντας το κρανίο σου.

Φυτεύεται εύκολα η αμφισβήτηση, αρκεί να έχεις την πρώτη ύλη. Π.χ. αμφέβαλα για τον Α δίνοντας το προνόμιο στον εαυτό μου να έχω ασφάλεια. Δεν έχω ανάγκη την ασφάλεια πλέον. Μόνη ανάγκη μου είναι να έχω το ρολόι στο εννιά και δύο και να ζω μακροχρόνια τα συστατικά των αναμνήσεων, λες και μπορώ να επεκτείνω τον χρόνο όπως έκανα με τον χώρο κάποτε.

Το ρολόι μου κόλλησε στο εννιά και δύο, κόλλησα και εγώ εκεί και ο χρόνος έφυγε. Οι συμπτώσεις στις οποίες ψάχνουμε να δώσουμε νόημα χωρίς στην ουσία να υπάρχει, μόνο και μόνο για χάρη της αιτιοκρατίας και της διατήρησης μιας ψευδαίσθησης, είναι τα κέρατα που βαραίνουν τον λαιμό και τα μέλη. Και ψάχνεις πάντα, ακούραστα, τυφλά τα πράσινα παπούτσια να φανούν κάπου για να δικαιολογήσεις το εννιά και δύο και κάτι δευτερόλεπτα που έχεις στο κεφάλι σου.

Το μπάνιο με τα δύο δωμάτια

Enter the Void 11

Το μπάνιο μας έχει δύο δωμάτια.

Έτσι όπως καθόμαστε αγκαλιά με το πάπλωμα στο πάτωμα του κρύου μπάνιου και κοιτάμε την ντουζιέρα, τα πλακάκια. Σ’ αγαπάω, στο ‘πα; Στο ‘πα είμαι αρκετά σίγουρη. Αλλά δεν είχε και σημασία να βγουν οι λέξεις, αφού το ξέρεις, το καταλαβαίνεις.

Το μπάνιο μας έχει τα ωραιότερα χρώματα, τα πιο πολύπλοκα στροβιλιζόμενα σχήματα πάνω στα λευκά πλακάκια του με τις κόκκινες λέξεις –αυτές που γράφουμε με μαρκαδόρους όπου βρούμε- να ξεπηδάνε από τους τοίχους και να τρέχουν καταπάνω μας. Κρυώνω. Θέλω να φύγω από εδώ. Όχι, όχι, δεν θέλω, απλώς κρυώνω. Το μπάνιο μας είναι όμορφο! Κοίτα τις πετσέτες και τα σφουγγάρια στη ντουζιέρα. Δεν μοιάζουν με πολύχρωμα σύννεφα; Βλέπεις; Η πόρτα της ντουζιέρας είναι μπλε, πράσινη, λαχανί, κυπαρισσί, δεν έχει σημασία, είναι χρωματιστή και όμορφη. Κοίτα σου λέω!

Το μπάνιο μας έχει δύο δωμάτια.

Το βλέπεις, έτσι δεν είναι; Το βλέπεις και συ. Το τοιχάκι πλέον είναι ένα τεράστιο τείχος και το ένα τετραγωνικό μέτρο είναι ένα ολόκληρο δωμάτιο με όμορφες σκιές λουλουδιών και αειθαλών δέντρων. Πάμε στο δίπλα δωμάτιο! Εκεί δεν θα βλέπουμε το άσχημο πλυντήριο μ’ αυτήν την μαύρη τρύπα που με τρομάζει τόσο, λες και θέλει να με ρουφήξει μέσα και να μην μ’ αφήσει να ξαναβγώ. Το πλυντήριο με φοβίζει, είναι άσχημο, είναι η μόνη παραφωνία στο μπάνιο μας. Όχι δεν θα το ξανακοιτάξω, θα γυρίσω το βλέμμα μου στα αμέτρητα μπουκαλάκια με κρέμες και συνθετικά που ρίχνουμε στα μούτρα μας παίζοντας. Ξέρεις, αντί για τούρτες και αλεύρι πετάμε δείγματα κρεμών που μας δίνουν για διαφημιστικά, λες και θα τ’ αγοράσουμε. Όλα αυτά τα μπουκαλάκια που καλύπτουν το φάσμα του ορατού φωτός και φτιάχνουν ένα μπερδεμένο ουράνιο τόξο. Κοίτα τα που πάνε πέρα δώθε σαν να δονούνται και αφήνουν πίσω τους μια χρωματιστή ουρά. Σαν αστέρι που πέφτει.

Γελάμε πολύ, γελάμε από χαρά, δεν χαζοχαχανίζουμε, γελάμε με βάθος και παθιασμένα, σαν να μην είχαμε ξαναγελάσει προηγουμένως στην ζωή μας. Λες κι όλα αυτά τα γέλια που κάναμε παλιότερα δεν είχαν νόημα και ουσία. Μόνο τα τωρινά γέλια μοιάζουν πραγματικά πηγαία. Τα μαύρα πλακάκια στο πάτωμα δεν είναι μαύρα πια. Είναι ένα όμορφο στρώμα σκούρας άμμου και έχουν μικρά σχέδια που ζωγράφισαν παιδάκια με ξύλα περιμένοντας να τα ξεπλύνει το κύμα που βγαίνει από την γιγαντιαία ντουζιέρα μας.

Δεν θέλω να κοιτάξω τον καθρέφτη, δεν μ’ αρέσει. Όχι δεν θέλω να δω το είδωλό μου. Φοβάμαι σου λέω, φοβάμαι γι’ αυτό που θ’ αντικρύσω. Αγκάλιασέ με κι άλλο, κρυώνω. Πάμε να φύγουμε. Όχι, όχι, κάτσε λίγο ακόμα και κοίτα το ταβάνι που είναι κοίλο. Δες! Είναι σαν θόλος! Αγκάλιασέ με πιο σφιχτά, κρυώνω. Ρίξε κι άλλο πάπλωμα πάνω μου κι ας μείνουμε για πάντα εδώ να βλέπουμε το όμορφο μπάνιο μας. Αυτό με τα δύο τεράστια δωμάτια. Αυτό που δεν έχει παράλληλους τοίχους.

[…]

Μην κλείνεις το φως! Δεν θέλω! Φοβάμαι, μην το κλείνεις. Δακρύζω από φόβο τώρα. Ναι, το σκοτάδι το αγαπάω, αλλά όχι τώρα, τώρα θέλω να σε βλέπω και σένα και το κρύο μπάνιο μας. Κλείσ’ το, αλλά αν σου πω να το ανάψεις θα το ανάψεις, ναι; Περίμενε να κλείσω πρώτα τα μάτια μου. Εντάξει. Το μπάνιο μας είναι το πιο όμορφο και το πιο χρωματιστό μπάνιο του κόσμου, ακόμα και με το φως σβηστό. Κοίτα την θάλασσα, την ακτή, το ροζ φεγγάρι. Όχι δεν είναι φεγγάρι, ή είναι; Είναι ένα φεγγάρι που αλλάζει χρώματα, σχήματα, παίρνει τις μορφές όλων αυτών που αγαπάω και καθρεφτίζεται στο νερό από κάτω. Στο νερό που δεν υπάρχει αλλά καθρεφτίζει.

Αχ! Κούνα το τσιγάρο σου κυκλικά! Κοίτα! Η κάφτρα κάνει την ομορφότερη φλεγόμενη σπείρα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Κοίτα πως μένει και σχηματίζει αυτό το κυκλικό τόξο. Μην σταματάς, συνέχισε να κουνάς κυκλικά το τσιγάρο και σταδιακά μεγάλωσε τις κινήσεις σου. Μεγάλωσε τον κύκλο της φωτιάς κι εγώ θα πηδήξω μέσα από το στεφάνι που θα σχηματίσει, όπως τα λιοντάρια στο τσίρκο. Δες πάλι, δες την πόλη με τα άπειρα φώτα, με τις γυαλιστερές επιφάνειες που αν τις αγγίξεις με την άκρη του δαχτύλου σου θα σπάσουν. Όπως η πόλη που ζούμε. Να, εδώ πάνω στην πόρτα της ντουζιέρας. Δες τ’ αμάξια και τις ταμπέλες νέον. Είναι το ομορφότερο μέρος που έχω πάει ποτέ στη ζωή μου. Και χαίρομαι τόσο που είσαι εδώ, που είμαι εδώ. Είμαστε εδώ, ένα· συνεχές, εγώ, εσύ, εσύ, εμείς, το μπάνιο μας· είμαι το μπάνιο μας, ο καναπές μας, είμαι τα πάντα. Είμαστε τα πάντα.

Χτυπάς το χέρι σου στο πάτωμα και μπορώ ν’ ακούσω την ηχώ του χτύπου. Νιώθω την δόνηση του πατώματος να ταξιδεύει μέσα στο σώμα μου. Νιώθω τις δονήσεις της πόλης, των ανθρώπων στο διπλανό σπίτι που μιλάνε δυνατά, των γατιών που πηδιούνται στην αυλή. Νιώθω και ακούω τα πάντα. Κι αρχίζω να κάνω ήχους. Ήχους που δεν έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου, μόνο και μόνο για να καταλάβω πως ακούγονται. Ήχους που έχω κάνει αλλά δεν έχω ακούσει πραγματικά ποτέ. Τσιρίδες, βαθιά μουγκρητά, παιδικές φωνούλες, όλα είναι υπέροχα, όλα έχουν ηχώ, όλα βγαίνουν από το στομάχι μου, μένουν για λίγο στον αέρα στο ύψος των ματιών μου και γίνονται χρώματα. Πετάνε για να κολλήσουν στις επιφάνειες του σκοτεινού μπάνιου μας και φτιάχνουν το φόντο του νησιού, της πόλης, του χωριού του οτιδήποτε –δεν έχει σημασία τι- βλέπω.

[…]

Είμαι τόσο χαρούμενη που είμαστε το μπάνιο μας. Είμαστε χρώμα και ευτυχία και χαρά και ομορφιά και όνειρα και γνώση των πάντων. Χαίρομαι που δεν είναι ανάγκη να σου εξηγήσω τίποτα γιατί «είσαι εγώ» και καταλαβαίνεις. Ξέρεις τι νιώθω; Ξέρεις. Νιώθω ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. ‘Αυτήν την στιγμή θα μπορούσα να πεθάνω από ευτυχία’. Ναι. Πώς μπορώ και αντέχω τόση ομορφιά; Αγκάλιασέ με. Ναι, εγώ στο λέω, που δεν θέλω να με αγκαλιάζουν για πάνω από είκοσι δευτερόλεπτα. Αγκάλιασέ με σφιχτά και μην μ’ αφήνεις.

Δεν θέλω να φύγω από εδώ. Θέλω να είναι πάντα τόσο όμορφη η ζωή. Ξέρω, θα τελειώσει κάποια στιγμή σύντομα. Αλλά πάντα θα κουβαλάω στο μυαλό μου το μπάνιο μας. Αυτό με τα δύο δωμάτια. Αυτό που οι τοίχοι δεν είναι παράλληλοι. Αυτό που έχει κοίλο ταβάνι και παραλίες. Είμαστε ένα. Τώρα. Μετά δεν θα είμαστε πια. Μετά θα είμαστε ‘πλανήτες· όχι φούσκες’. Πάντα θα έχουμε όμως το μπάνιο μας μέσα στο μυαλό μας. Όποτε νιώθω λυπημένη θα πηγαίνω εκεί. Θα κλείνω τα μάτια μου και θα γυρίζω εκεί που η ευτυχία έχει εικόνα, ήχο, υφή, συναίσθημα, συνέχεια. Είμαι ένα συνεχές. Και εκεί θα πηγαίνω για να γίνομαι πάλι συνεχές, κάθε φορά που η πραγματικότητα με κατακερματίζει.

Το μπάνιο μας θα έχει πάντα δύο δωμάτια. Ό,τι και να λες.