Το μελάνι είχε λερώσει το λευκό χαρτί που κρατούσε κάτω από το χέρι του. Σημάδια χωρίς καθορισμένη μορφή, στίγματα που σπίλωναν την αγνότητα του άθικτου. Είχε ώρα που, σκυμμένος πάνω από τη σελίδα, προσπαθούσε να βρει μια λέξη να γράψει, κάτι να πει. Με το ένα χέρι έτριβε το κεφάλι του, λες και ήταν το μαγικό λυχνάρι που περίμενε ένα άγγιγμα για να απελευθερώσει τη μαγεία που κρυβόταν μέσα του, και με το άλλο βούταγε την πένα πότε-πότε στο μελάνι για να μη στεγνώνει η μύτη στην ατέρμονη αναμονή. Το άγχος του να αφήσει κάτι πίσω του, πριν φύγει για πάντα, ανέβαινε από το στομάχι του στα πνευμόνια και τον έπνιγε. Αν έφευγε τώρα από τον κόσμο, δεν θ’ άφηνε τίποτα πίσω του που να υποδήλωνε ότι περπάτησε τούτη τη γη. Δεν είχε πλάσει σταχτοδοχεία και κιούπια, δεν είχε πλέξει φλοκάτες και ζιπουνάκια, δεν είχε βάλει ούτε ένα κεραμίδι στη στέγη του σπιτιού που τώρα τον ζέσταινε. Όταν θα έφευγε, η ανάμνησή του θα διαρκούσε το πολύ όσο έμελλε να ζήσουν τα λιγοστά του ανήψια, και μόνο αν κι αυτά τον είχαν πραγματικά στην καρδιά τους.
Έξυσε λίγο το κούτελό του και ξεφύσησε έναν στεναγμό απογοήτευσης. Έψαχνε εντός του όλες τις ιστορίες που είχε ζήσει ή ακούσει και που θα άξιζε τον κόπο να ειπωθούν, να ζήσουν στο διηνεκές εξασφαλίζοντάς του μια θέση ανάμεσα στα ονόματα αυτών που στέκονται ως φανοί ξεστομίζοντας τις αλήθειες, αυτούς που δε τους καταπίνει η λησμονιά. Έπρεπε να βρει μία ιστορία, να τη γράψει και να βάλει το όνομά του από κάτω· αυτή θα ήταν η σωτηρία του.
Το τικ-τακ του ρολογιού αντηχούσε στο κεφάλι του κι έμοιαζε να μετράει τα λεπτά που του απέμεναν. Αγχωμένος, έσφιξε την πένα ανάμεσα στα ξερακιανά του δάχτυλα, πήρε μια βαθιά ανάσα κι αποφάσισε να γράψει μια ιστορία που ίσως του είχε πει κάποιος κάποτε. Πήγαινε κάπως έτσι, αν θυμόταν καλά:
Μετά την άβυσσο και το φως, τις θάλασσες και το στερέωμα, τις πέτρες και τον άνεμο, ξεπρόβαλε στον κόσμο ένα πλάσμα με τερατώδη μορφή: δύο πόδια, δυο κορμοί, τέσσερα χέρια και δυο κεφάλια περιπλανιόνταν επί μέρες βυθίζοντας τα τραγόμορφα πόδια τους στην άμμο της απέραντης ερήμου. Τα αδέρφια ήταν τόσο διαφορετικά μεταξύ τους που κανείς στον κόσμο, απ’ όσους τους είδαν, δεν καταλάβαινε ποιος τους είχε καταραστεί να είναι δεμένοι για πάντα. Η κοπέλα έσφυζε νιότη· με το δέρμα της γυαλιστερό και ροδαλό, το χαμόγελό της να αστράφτει στον ήλιο και τα μάτια της να ξεχειλίζουν ευτυχία, απ’ όπου περνούσε άφηνε πίσω της ένα άρωμα μωρού που γαλήνευε τις ψυχές και γέμιζε αγαλλίαση την πλάση. Το αγόρι απέπνεε ζόφο· με το σώμα του ζαρωμένο και το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο, με τα μάτια του χωμένα βαθιά στις κόγχες και τα δάχτυλά του αποστεωμένα σαν ξεραμένα κλαράκια, όπου πατούσε η χλόη ξεραινόταν και τη θέση της έπαιρνε μια μυρωδιά αποσύνθεσης.
Πολλοί δεν φαντάζονταν ότι είναι αδέρφια, ακόμη και στα βαθιά τους γεράματα δε το χωρούσε το μυαλό τους ότι αυτοί οι δύο πάνε παντού μαζί. Κάποιοι άλλοι που το καταλάβαιναν νωρίς εξοργίζονταν με τη θρασύτητά τους: πώς τολμούν να βάζουν αυτήν την αποτρόπαια και κρυφή ρήτρα στο συμβόλαιο που κάνουν μαζί μας; Τι σημαίνει «αν θες τον έναν, θα έρθει υποχρεωτικά και ο άλλος»; Οι περισσότεροι, πάντως, δεν τους έβλεπαν ποτέ μαζί. Τα αδέρφια, λέει, είχαν βρει έναν τρόπο να ξεγελάνε τον κόσμο. Στέκονταν πλάτη-πλάτη και, φορώντας κουρέλια ή μετάξια, χρυσά ή τσίγκινα κοσμήματα, προσφέροντας καυτές τέφρες ή ζουμερά φρούτα, και με άλλα φανταχτερά τεχνάσματα, έκρυβαν την ύπαρξη του άλλου. Έτσι, οι άνθρωποι συνήθως έβλεπαν μόνο τον έναν από τους δύο, και τον άλλον τον ξεχνούσαν.
Τα αδέρφια σάρωναν τη γη για να βρουν ο καθένας αυτό που τους έδινε τη δύναμή του. Η κοπέλα παρουσιαζόταν στις γέννες όλων των ζωντανών με το χαμόγελό της να αντανακλά σαν καθρεφτάκι ολάκερο τον ήλιο στο πρόσωπο του νεογέννητου. Έπειτα, περπατούσε προς το μέρος του προσεκτικά και το τύλιγε ανάμεσα στα στρουμπουλά της χέρια. Πλησίαζε το πρόσωπό της στο δικό του και, γεμίζοντας τα πνευμόνια της με όλους τους ανέμους, φυσούσε στο στόμα του μωρού. Η σπαρακτική κραυγή του βρέφους που άξαφνα βρέθηκε στον κόσμο δονούσε δυνατά τα τύμπανα της κοπέλας, ένα τρέμουλο που εξαπλωνόταν σε όλο της το σώμα, μέχρι και στα πόδια που μοιραζόταν με τον αδερφό της, και την έντυνε με τον μανδύα μιας φωτεινής αχλής. Το κλάμα συνήθως σταματούσε με ένα απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο, χάδι του αγοριού.
Το αγόρι από την άλλη είχε μια πιο δύσκολη αποστολή, καθώς κανένας άνθρωπος στη μορφή του δεν καθόταν υπομονετικά και γαλήνια να τον περιμένει. Τα αδέρφια σκαρφίστηκαν, λοιπόν, μυριάδες τρόπους για να τους ξεγελάσουν: το κόλπο γκρόσο της ύπαρξης. Πολλοί έλεγαν ότι το πιο συχνό τους νούμερο ήταν και το πιο εντυπωσιακό: η κοπέλα εμφανιζόταν σαν αερικό μπροστά στον άμοιρο άνθρωπο. Περπατούσε αργά, με τις αγκάλες ανοιχτές και τα στήθη της να διαγράφονται μέσα από ένα διαφανές μετάξι. Το χαμόγελό της έμοιαζε με υπόσχεση κρυφής ερωμένης και τα μάτια της μισόκλειστα έλκυαν τα πάντα γύρω της με τη βαρύτητα χιλίων ήλιων. Όταν πια αποσβολωμένος ο άνθρωπος είχε αφήσει και το τελευταίο οχυρό του να πέσει μπροστά στην απαράμιλλη γοητεία της, το αγόρι εκμεταλλευόταν τη στιγμή για να γαντζώσει τα χέρια του στο ανυπεράσπιστο κεφάλι και να ρουφήξει από το στόμα του όλο το οξυγόνο που του απέμενε. Λένε ότι τα μάτια των τυχερών παγιδεύονται στην όψη της κοπέλας. Για τους άτυχους, οι μορφασμοί, χαραγμένοι σαν σε ξύλο, μαρτυρούν τον πόνο του φευγιού.
Τα αδέρφια, όμως, δεν αρκούνται στο να παίρνουν και να δίνουν πνοή, επειδή στην πραγματικότητα δεν είναι η κίνηση που τους τρέφει, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος. Η κοπέλα τρώει τη δηλωμένη ύπαρξη και το αγόρι την αναπόφευκτη λήθη. Αν το νεογέννητο δεν κλαψουρίσει, αν η κραυγή του κοπεί ή δε βγει ποτέ, αν είναι χαμηλόφωνη, αν η απόσχισή του από την άβυσσο όπου κολυμπούσε πριν βγει στο φως δεν του κοστίσει, δεν το πονέσει σαν χαρακιά στη ραχοκοκαλιά, η κοπέλα δεν ντύνεται μανδύα φωτός, τα μάγουλά της δε ροδοκοκκινίζουν. Ο αδερφός της, από την άλλη, αναζητά τους ήδη ή εν δυνάμει ξεχασμένους. Όταν κάποιον τον θυμούνται, λέει, κάτι από την ανάσα του μένει στον κόσμο, δραπετεύει από τη ρουφήχτρα που δημιουργεί το στόμα του αγοριού και πετάει ελεύθερο στους αιθέρες, από τόπο σε τόπο, χωρίς πια καμία αλυσίδα που να τον δένει με το αναπόφευκτο. Όταν το αγόρι πίνει από την ανάσα αυτών που θα τους θυμούνται πάντα, κάποιες από τις ρυτίδες του ξεθωριάζουν, το σταχτί του δέρμα δεν σκουραίνει κι άλλο, και τα μάτια του σαν να αποκτούν μια θαμπή λάμψη, τόσο αταίριαστη της μορφής του.
Ψάχνουν, έτσι, τ’ αδέρφια όλους αυτούς που θα τους δώσουν πίσω μια στάλα δύναμης για να γεμίσουν τη στάμνα της δικής τους ύπαρξης. Παραμονεύουν μέρα-νύχτα σε ψυχρούς διαδρόμους νοσοκομείων, σε κάμαρες μισοφωτισμένες από το φεγγάρι κι ένα κερί, σε καταγώγια, ταράτσες και γραφεία φορτωμένα χαρτιά. Ψάχνουν ολούθε, δεν υποτιμούν τα μέρη όπου μπορεί να βρουν το επόμενο θήραμα. Και συνεχώς ψάχνουν τον τρόπο να εξελίξουν την ιεροτελεστία της κοροϊδίας, το τελευταίο τους κόλπο. Κάποιοι λένε ότι το κάνουν για να ξεγελάνε όλο και ευκολότερα τους υποψιασμένους, άλλοι πιστεύουν ότι κάπως πρέπει να διασκεδάζουν κι αυτοί την αιωνιότητα.
Σε μια από τις εκδοχές που έλεγαν σ’ έναν τόπο κάπως κοντινό, ο άντρας καθόταν στο γραφείο του κι έγραφε υπό το φως μιας λάμπας, με μια πένα που βούταγε ανά διαστήματα στο μελάνι κι άφηνε σημάδια στο λευκό χαρτί. Ανακουφισμένος που τελείωσε την ιστορία του, βούτηξε την πένα στο μελάνι, τίναξε λίγο τη μύτη και την πάτησε κάτω δεξιά στο χαρτί, έτοιμος να βάλει την υπογραφή του. Άκουσε τότε βήματα πίσω του, κούφια χτυπήματα οπλών στο ξύλινο πάτωμα, και τις σανίδες να τρίζουν. Ένα κάτι ήταν πίσω του και τον είχε πλησιάσει. Η πένα είχε παγώσει στη σελίδα και το μελάνι μούλιαζε πάνω της, φτιάχνοντας μια κατάμαυρη λίμνη εκεί όπου θα έμπαινε ένα όνομα. Τέσσερα χέρια τού αγκάλιασαν τον λαιμό, του χάιδεψαν τα μαλλιά, ανάσαιναν πάνω στα αφτιά του, μέχρι που του τράβηξαν το κεφάλι προς τα πίσω, αποκαλύπτοντας τα πρόσωπά τους ταυτόχρονα.